Πρόσκοποι Μεσσήνης, 1970
Λυκοπουλα με τους ομαδαρχες τους, Ηλια Μπιτσανη και Δημητρη Ζωη.
Απο αριστερα: Παναγιώτης Γαβράς, Μίμης Τζώρτζης, ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΣ ΚΩΣΤΑΣ, αγνωστος, Νίκος Νικολακόπουλος, τελευταιος με το κονταρι ο Σάκης Τσιριγώτης…..
από το αρχείο του Παναγιώτη Γαβρά
Ηλίας Μπιτσάνης
Επιασε καλοκαίρι και κάποια στιγμή μας είπαν να δηλώσουμε για την κατασκήνωση. Δηλώσαμε και όταν ήρθε η ώρα αρχές Αυγούστου, φορτώσαμε τα μπογαλάκια μας και στην Καλαμάτα για τη μεταφορά. Ηρθε το… φορτηγό, σκαρφαλώσαμε πάνω και πήραμε θέση για το ταξίδι. Μας βγήκαν τα συκώτια στο κούνημα, λουστήκαμε σύννεφα σκόνης και μετά από ώρες φθάσαμε στον προορισμό: Στον Ποτισώνα, δίπλα στον Αγιονικήτα, παλαιόθεν παραθεριστική η περιοχή. Ενα κομμάτι γης ξεχερσωμένο για τις ανάγκες της κατασκήνωσης, κάτι παραπήγματα για τους βαθμοφόρους και μεγάλες σκηνές για τους προσκόπους. Τις στήσαμε με τη βοήθεια των παλαιότερων και ειδικών, οι Νησιώτες ήμασταν οι μεγαλύτεροι σε ηλικία αλλά οι μικρότεροι σε προσκοπική θητεία. Και αφού τις στήσαμε ανοίξαμε αυλάκια γύρω-γύρω για να φεύγει το νερό, ούτε είχαμε φανταστεί ότι… μπορεί να βρέξει. Ανοίξαμε τα ράντζα και συμφωνήσαμε τις θέσεις (πρέπει ήμασταν 8-10 σε κάθε σκηνή), ταχτοποιήσαμε πίσω από αυτά τα μπαγκάζια μας και πήγαμε για το φαγητό. Εστιατόριο υπαίθριο στον πιο πάνω λόφο σε ισοπεδωμένο χώρο και ξύλινες, πρόχειρες αλλά μόνιμες τραπεζαρίες και πάγκοι από κορμούς δέντρων. Το φαγητό… μπλουμ τις περισσότερες φορές στα καζάνια, που να ταΐσει κανένας δεκάδες πεινασμένους από την περιπλάνηση στο δάσος όλη τη μέρα. Πήραμε και όνομα ως σκηνή, καθόσον πέραν των άλλων το σύστημα διαβίωσης είχε και βαθμολογία. “Λύκοι” βαφτιστήκαμε με σύνθημα “ου, ου ,ου, λύκοι του βουνού”. Και επειδή δεν είμαστε τόσο της τάξης, η βαθμολογία ήταν μονίμως σχεδόν αρνητική. Φώναζε ο Γεωργιόπουλος (αν θυμάμαι καλά) “λύκοι μείον πέντε” και ο Παπανικολόπουλος προσπαθούσε να μας δώσει να καταλάβουμε τους… κανόνες. Κάναμε και κανένα καλό, οπότε ισοφαρίζαμε τις απώλειες, σταθερά στο τέλος της βαθμολογίας. Τη νύχτα έκοβε κρύο, σκεπαζόμασταν με διπλή κουβέρτα και μερικές φορές τρομάζαμε να ζεσταθούμε. Το πρωί άντε να νιφτείς με το νερό της πηγής, ξύλιαζαν τα χέρια και τα μούτρα. Με βάρεσε και μια επεφυκίτιδα από την πρώτη σχεδόν ημέρα λόγω των πεύκων (που να συνειδητοποιήσω τότε το πρόβλημα και την αιτία) και τρόμαξα να ξεκολλήσω τα βλέφαρα. Στολή υπηρεσίας και δρόμο για πρωινό: Ψωμί με μαρμελάδα του… (μεγάλου) κουτιού και τσάι καθόσον ημέρες νηστείας. Σμήνη οι σφήκες έπεφταν πάνω στις μαρμελάδες ακόμη και όταν πήγαινες να βάλεις τη μπουκιά στο στόμα. Νερό κουβαλάγαμε από τις πηγές, το κατέβασμα ήταν εύκολο: Πιάναμε αγκαλιά τη βίκα και κατεβαίναμε από το μονοπατάκι… τσουλώντας στην κατηφόρα. Το ανέβασμα ορθοπεταλιά, έβγαινε η γλώσσα σαν γραβάτα για να φθάσουμε στην κορφή δίπλα στον Αγιονικήτα.
Εκπαίδευση σε κόμπους και άλλα προσκοπικά κόλπα, πεζοπορίες στο βουνό, χρήση πυξίδας, χάρτη και σημαδιών προσανατολισμού, αναγνώριση της θέσης των αστερισμών, τραγούδια, παιχνίδια και τη νύχτα… σκοπιά. Οι μεγαλύτεροι, δηλαδή οι Ανιχνευτές και οι Νησιώτες. Εκεί… πήραμε το βάπτισμα του πυρός, με βάρδιες τη νύχτα φυλάγαμε με τα κοντάρια και τα τσεκουράκια τους οι Ανιχνευτές. Κάτι νύχτες ακούγαμε ένα μονότονο θόρυβο, την ίδια ώρα, στην ίδια διαδρομή. Σαν κάτι να περπατούσε, πήγαινε η ψυχή στην κούλουρη και το… μυαλό μας στο πονηρό, ότι δηλαδή κάποιοι παρακολουθούσαν αν φυλάμε. Δεν το λέγαμε και πουθενά αλλά μεταξύ μας, ίσως για να μην έχουμε μπλεξίματα, ούτε που μπορώ να θυμηθώ πως σκεφτόμασταν. Και ένα βράδυ έγινε της… αποκάλυψης. Ενα μεγάλο πουρνάρι δίπλα στην κατασκήνωση άρχισε να κουνιέται και να ακούγεται θόρυβος. Αποφανθήκαμε ότι πρόκειται περί εχθρού και… επιτεθήκαμε με όλη τη δύναμη πυρός, με κοντάρια και τσεκούρια. Μέχρι να καταλάβουμε περί τίνος πρόκειται, κοντέψαμε να διαλύσουμε το σαμάρι στο άτυχο μουλάρι που το αφεντικό του το είχε δέσει προσωρινά στο πουρνάρι. Αφού μας… ξ@χ@σ@ν οι αρχηγοί μάθαμε και το μυστικό των θορύβων: Οι χωριάτες αχάραγο περνούσαν με τα μουλάρια από το πέτρινο μονοπάτι για να ποτίσουν τις πατάτες και άλλα είδη που καλλιεργούσαν. Και κατά πως οι ημέρες περνούσαν, άρχισαν τις επισκέψεις οι βροχές, για να μην βρεχόμαστε πιάναμε σκηνή και κρεββάτι με την ελπίδα ότι το νερό δεν θα φθάσει μέχρι τον… πάτο του ράντζου. Από εδώ το έφερνε, από εκεί το έφερνε και 1-2 ημέρες πριν την ημέρα που θα φεύγαμε, μια νύχτα έκανα κατακλυσμό. Ανοιξαν οι ουρανοί, αστραπόβροντα, ξεχείλησαν τα χαντάκια και τα μικρά ρέματα, τα νερά μπούκαραν στις σκηνές, μούσκεψαν τα ράντζα και βαλίτσες, όλοι στο πόδι για τα χειρότερα, συγκεντρωθήκαμε στο αρχηγείο που ήταν ασφαλέστερο. Τηλέφωνα δεν υπήρχαν, κινήσαμε 3-4 από τους μεγαλύτερους να συνοδεύσουμε τον Παπανικολόπουλο μέχρι το χωριό, το Νιχώρι θαρρώ πως ήταν. Χωματόδρομοι μέσα στη λάσπη, κομμένοι από τις νεροφαγιές, ο ουρανός έτοιμος να ανοίξει και πάλι. Από το τηλεφωνείο ειδοποιήθηκαν οι πρόσκοποι στην Καλαμάτα και έστειλαν ένα λεωφορείο να μας πάρει. Μέχρι να βρεθεί και να έρθει στα καζάνια έβρασαν τα κρέατα και για να φάμε και για να μην χαλάσουν, τσιμπήσαμε στο πόδι, τις βαλίτσες παραμάσχαλα και δρόμο. Ο δρόμος είχε κοπεί κάπου δύο χιλιόμετρα μακρύτερα, το λεωφορείο δεν μπορούσε να περάσει και έπρεπε να κουβαλήσουμε μέχρι εκεί… σαρκία και υπάρχοντα. Κάπως έτσι τελείωσε η καλοκαιρινή περιπέτεια και την επομένη… οδηγήθηκα στο γιατρό για να διώξει τις τσίμπλες που με βασάνιζαν για ημέρες. Και χρειάστηκαν κάποιες ημέρες για να γίνει κατορθωτό.
Την επόμενη χρονιά… δασοπρόσκοποι, πήγαμε εκπαιδευτικές διακοπές στην Αρκαδία. Εδρα η Τεγέα, μέναμε στο οικοτροφείο της Οικοκυρικής Σχολής και εξορμούσαμε. Διαφορετική “κατασκήνωση” πολύ καλύτερη διαμονή και φαγητό, εκείνο που μου έμεινε στη μνήμη γιατί δεν είχα φάει άλλη φορά ήταν το σπυρωτό ρύζι με γιαούρτι για βραδυνό. Μάθαμε αρκετά για τα δάση και την προστασία τους, κάποιους χειρισμούς σε περίπτωση πυρκαγιάς για τη δημιουργία αντιπυρικών ζωών. Γνωρίσαμε το δάσος από κοντά με εκδρομές και από αυτές θυμάμαι ένα μεγάλο δημόσιο κτήμα στη Βυτίνα και το εργοστάσιο ξυλείας στο Χρυσοβίτσι. Χωρίς μεγάλες συγκινήσεις αλλά με εμπειρίες έκλεισε έτσι η κατασκηνωτική θητεία στους προσκόπους…
Στη φωτογραφία με… λυκόπουλα εποχής, δεξιά ο αγαπημένος φίλος Μίμης Ζώης (αρχηγός) που δυστυχώς “έφυγε” νωρίς, και αριστερά ο υποφαινόμενος (υπαρχηγός). Αδυνατώ να θυμηθώ το όνομα του μεγαλωμένου, τα λυκόπουλα από αριστερά: Παναγιώτης Γαβράς, Μίμης Τζώρτζης, Κώστας Καλογερόπουλος, (, Νίκος Νικολακόπουλος, Σάκης Τσιριγώτης (με το κοντάρι). Μια λεπτομέρεια της φωτογραφίας: Στο πουκάμισο που φοράω αριστερά είναι καρφιτσωμένο το τρίγωνο με την… κουκουβάγια και το όνομα του σχολείου. Εκείνη την εποχή ήταν υποχρεωτικό για την… κυκλοφορία για να παρακολουθείται η κίνηση και η συμπεριφορά των μαθητών.