Στέρνα, Σαμπάλκαφα, 2019
Του ‘ 28 η μάνα μου, πήγε στη Στέρνα με την αδερφή μου και το χάρηκε με την καρδιά της. Βρέθηκε με το αδερφό και τη νύφη της, τα είπαν και τα ήπιαν, το καταχάρηκε. Το βράδυ που κατέβηκα στην πόλη μου είπε τα νέα της, τους ανθρώπους που συνάντησε, τα νέα που έμαθε για άλλους. Και άρχισα να την ρωτάω τι θυμάται από τις αποκριές των παιδικών της χρόνων. Λίγο… τεστ. λίγο περιέργεια, περισσότερο… καταγραφή. Τότε λοιπόν ζούσε η γιαγιά της και στο πατρικό το βράδυ της Κυριακής μαζεύονταν οι οικογένειες των τριών αδελφών που είχε αυτή. Είχαν παντρευτεί Φωτεινόπουλο και Γιαννακόπουλο από τη Στέρνα, Αγγελόπουλο από το Λοΐ, με τους Λαμπροπουλαίους που ζούσαν στο χωριό είχαν μακρινότερη συγγένεια. Το φαγητό μακαρόνια χειροποίητα και μπακαλιάρος. Τα μακαρόνια από προζύμι, έβαζε η μάνα της το σοφρά πλάγια στον τοίχο, τον αλεύρωνε και έπλαθε τα μακαρόνια που τα άφηνε και έπεφταν ένα-ένα σε ταψί με αλεύρι για να μην κολλάνε. Μετά τα έβραζαν στη φωτιά που έκαιγε στην εστία και τα έκαιγαν με λάδι. Το μπακαλιάρο η μάνα της (η γιαγιά μας Αγγελική, πέθανε στην κατοχή), τον έφτιαχνε σαβόρι μου λέει ξεδιπλώνοντας τις μνήμες. Μπα, σκέφτομαι, «αστική» κουζίνα προπολεμικά; Και πως ήταν το σαβόρι τη ρωτάω. Θυμόταν ένα χυλό που έφτιαχνε και τηγάνιζε τον παστό μπακαλιάρο. Αναζήτησα την προέλευση, λέξη ιταλική, «εισαγωγής» από Επτάνησα, ίσως και από την εποχή της Ενετοκρατίας, μπακαλιάρος τηγανητός σε χυλό (πολύ καλά θυμόταν) συνήθως από λάδι, ξύδι, σκόρδο, αλεύρι και δενδρολίβανο. Μακαρόνια χειροποίητα, μπακαλιάρος σαβόρι και… αυγά. Στη θρακόβολη που γίνονταν πεντανόστιμα καθώς η μνήμη έχει γεύση. Εκαιγαν και το φούρνο, τυρόπιτες και γαλατόπιτες πριν τη μεγάλη νηστεία της (τεσ)σαρακοστής. Εννοείται πως… καρέκλες δεν υπήρχαν, που να βρεθούν για τόσους ανθρώπους, καθισμένοι κατάχαμα έτρωγαν και έπιναν στους σοφράδες. Και μετά; Ενώ οι μεγάλοι συζητούσαν, οι μικροί πήγαιναν στην πλατεία. Λίγο ανατολικότερα από τη στέρνα με τις βρύσες, εκεί δίπλα στις μουριές που προλάβαμε στα παιδικά μας χρόνια, άναβαν τη μεγάλη φωτιά. Αρχέγονο ευτετηριακό έθιμο, μεγάλοι κορμοί και από κάτω δεμάτια με κληματόβεργες που έκλεβαν οι πιτσιρικάδες από τις σορωμένες στις αυλές για να καίνε στο φούρνο, χιλιάδες κλήματα εκείνη την εποχή. Εκατοντάδες φαμίλιες στο χωριό, έρχονταν μέχρι και από τον Αριστομένη και το Στρέφι, γλεντούσαν τραγουδώντας όλο το βράδυ και χορεύοντας γύρω από τη φωτιά που τροφοδοτούσαν συνεχώς με δεμάτια και κούτσουρα. Και την άλλη μέρα οι… μπαρμπούτες, πρόσωπα μουτζουρωμένα, ρούχα ανάποδα, η αντιστροφή ρόλων και εποχών με νηστεία και άφθονο κρασί.
Στη φωτογραφία που έχω αναρτήσει και παλαιότερα, δεκαετία του 1950, Στερναίοι στου Σαμπάλκαφα. Σε παρένθεση τα παρατσούκλια με τα οποία ο παππούς είχε… φιλοδωρήσει το χωριό. Από αριστερά ο θείος Χαρλάμης (χαβδαλιάς), ο Τάσος (κουτσουνάκος), ο Παναγιώτης (πρεβενάς), η θεία Διαμάντω και η γιαγιά (Ανδρο)Νίκη (μητριά της μάνας μου).