Πανηγύρι Μεσσήνης 1968

Ηλίας Μπιτσάνης

28 Σεπτεμβρίου στις 6:14 μ.μ.  ·

Ολοκληρώθηκε σήμερα το Νησιώτικο πανηγύρι, μια μεγάλη γιορτή για το γενέθλιο τόπο της οποίας οι απαρχές χάνονται σε βάθος χρόνου. Γιορτή για θρησκευόμενους και… εμπορευόμενους που επισκέπτονται κατά κύματα την πόλη. Για τους τρίτους η εικόνα που εκπέμπει μπορεί να είναι μια “ανορθογραφία” τον καιρό των καφέ και των πολυκαταστημάτων. Ομως για τους ντόπιους και έλκοντες την καταγωγή αποτελεί βίωμα που έχει συνδεθεί με εκείνο που χαρακτηρίζουμε “πατρίδα”. Η προετοιμασία της γειτονιάς για την υποδοχή της εικόνας, η κοσμοσυρροή στην Αγία Παρασκευή και την πλατεία, τα μπεζεστένια, τα παιχνίδια και κάθε αντικείμενο πάνω στα πεζοδρόμια, η ζωοπανήγυρη στον περιβάλλοντα χώρο, η μέρα “της χάρης της”, η θρησκευτική μυθολογία για την εικόνα, η “βασίλισσα” γουρνοπούλας της οποίας η… ταφή γίνεται με τιμές, τα λούνα παρκ, ο γύρος του θανάτου, τα μπουζούκια και η… καταγραφή δεν έχει τέλος. Μνήμες και ιστορίες μπλεγμένες σε ένα κουβάρι που ξεδιπλώνεται στο χώρο. Το τέλος του πανηγυριού στα μικρά μας χρόνια, ήταν και η αρχή του «χειμώνα». Σε εισαγωγικά η λέξη για να υποδηλώσει την πολλαπλή σημασία της, καθώς την επαύριο ήταν σαν να «έκλεινε» η πόλη, το πολύβουο πλήθος διαδεχόταν η «ερήμωση» μέχρι τις γιορτές και τα κάλαντα και μετά η άλλη μεγάλη γιορτή συλλογικής μνήμης της πόλης, τα καρναβάλια. Το Πάσχα της άνοιξης και μετά καλοκαίρι για να κλείσει ο κύκλος των γιορτών του χρόνου, της έντονης κινητικότητας και κοινωνικής συναναστροφής, Παλαιότερα κατά καιρούς είχα γράψει διάφορα βιωματικά κείμενα για το πανηγύρι. Είπα να τα μαζέψω και να τα παρουσιάσω όλα μαζί σε ένα ενιαίο κείμενο αλλά αυτοτελή. Για όσους ενδιαφέρονται και δεν κουράζει το διάβασμα, τα παραθέτω στη συνέχεια…

***

Ζώντας στην «καρδιά» του πανηγυριού

Νησιώτικο πανηγύρι, η ζωή μέσα στην «καρδιά του». Στην πόλη «νομάς» με συνεχείς μετακινήσεις για διαφορετικούς λόγους, αλλά πάντα γυρίζαμε στο γνώριμο τόπο. Στου Καλοφωλιά (Παπαζερβέα σήμερα – Χαριλάου Τρικούπη το όνομα του δρόμου), Στου Γαλανόπουλου (δυό φορές – γωνία Καπετάν Κρόμπα και Μητροπολίτου Χρυστοστόμου). Και στου Μουτρουζάνου (Ανδρέα Ζαΐμη).

Χάθηκα στο πλήθος πιτσιρικάς, λίγα μέτρα από το σπίτι, η πρώτη εμπειρία ενός ταξιδιού στο άγνωστο. Κλάμα ο μπόμπιρας (3-4 χρονών) με πήραν χαμπάρι οι χωροφύλακες και με φρόντιζαν μέχρι να βρεθεί ο πατέρας.

Μεγαλύτερος πίσω από τους μεγάλους με το γκαζοντενεκέ και τα αναψυκτικά του Ντρε, βοηθός του Γιάννη, υπαίθριου πωλητή ανάμεσα στο πλήθος. Αλλοτε με σπορίτες (τα αγγούρια φυσιολογικά τέτοια εποχή ήταν γεμάτα σπόρια) στο σακκούλι του Τάση.

Αργότερα πλαστικά στο πεζοδρόμιο της Καπετάν Κρόμπα, χρόνια στο ίδιο σημείο και ντελάλης «ό, τι πάρετε» τόσο (που να θυμάμαι και τις τιμές).

Πάντα για το χαβαλέ και όχι για την αμοιβή, για την μεγάλη παρέα του πανηγυριού. Στην πλευρά της Μητροπολίτου Χρυσοστόμου ο μπάρμπα Νίκος με τα παιχνίδια από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, τον βρήκα στο πανηγύρι που έκαναν στην Καλαμάτα και συνέχιζε μέχρι και τη δεκαετία του 1990 τουλάχιστον.

Λίγο νερό, λίγο φαγητό, λίγο ρεύμα για την παράγκα, λίγη προστασία από τη βροχή όταν (κατά συνήθεια) άνοιγαν οι ουρανοί.

Απέναντι στη γωνία ο… βοτανολόγος, ο Γιαννακέας, με τα τσουβάλια φαρμακευτικών φυτών από τον Ταΰγετο. Με τις ψηλές μπότες, αγέρωχος και… καλοπωλητής, δεν έμενε τίποτε.

Και όταν αραίωνε ο κόσμος το βράδυ, η ρούγα της γειτονιάς στου Λεκαδίτη και το… κουτσομπολιό της ημέρας.

Σήμερα όλα είναι ξένα, χάθηκε η ρούγα, έφυγαν οι άνθρωποι, έμειναν τα ντουβάρια (και πολλά έγιναν πολυώροφα κτήρια), οι δρόμοι και οι παράγκες. Που και που συναντάς κανέναν παλιό γείτονα, προσπερνάς γρήγορα ό, τι σε χαλάει. Αλλά πας και ξαναπάς. Από συνήθεια, νόστο, προσμονή για την έκπληξη.

Και για να ανακατευτείς με το πολύχρωμο, πολύβουο πλήθος που θέλοντας και μη σε γυρίζει στα χρόνια της αθωότητας, ψαχουλεύοντας τους πάγκους για να αγοράσεις κάτι αναμνηστικό αλλά και χρηστικό στην καθημερινότητα…

***

Τα μπεζεστένια που χάθηκαν

Τα μπεζεστένια. Ταυτόσημα με το Νησιώτικο πανηγύρι. Κάπου μια βδομάδα έσφυζαν από ζωή και κίνηση. Τον άλλο χρόνο έστεκαν βουβά να διηγιούνται παλιές ιστορίες. Και να συνομιλούν με τα θεμέλια του πύργου της Ιζαμπώς που κείτονταν κάτω από αυτά. Σώπαιναν καθώς πλησιάζαμε φοβισμένα να παίξουμε τις ώρες που σουρούπωνε. Μας τρόμαζε η σιωπή, ο παραμικρός θόρυβος έμοιαζε εκκωφαντικός, κάπου μπορεί να κρυβόταν ο αράπης που διηγιούνταν τις νύχτες οι γιαγιάδες στις ρούγες. Κρυβόμασταν στις γωνιές τους, μπαινοβγαίναμε στο κάστρο του εμπορίου, στήναμε όμορφα και άγαρμπα παιχνίδια στη μεγάλη αλάνα βόρεια από το μετόχι. Για να παγιδεύσουμε τους αντίπαλους που δεν γνώριζαν που είναι οι «τρύπες» των πρόχειρων πανηγυριώτικων απόπατων με τελικό στόχο να πέσουν μέσα στη διάρκεια του πετροπόλεμου. Για να εκτοξεύσουμε τα γαλατόκουτα πυραύλους με ανάφλεξη αέριου ασετυλίνης, έχω ακόμη ένα σημάδι στο κούτελο από μια τέτοια. Ολα αυτά όταν έλειπε ο «πατήρ Θεοδόσιος» που είχε το ησυχαστήρια και εξομολογητήριο στο μετόχι. Λιτός και αυστηρός μέχρι εκεί που δεν παίρνει, δεν είμαι βέβαιος αν τον φοβόμασταν για τις παιδικές ματσολίες ή σεβόμασταν την ησυχία του.

Στο πανηγύρι τα μπεζεστένια φορούσαν τα καλά τους, τα καθάριζαν, τα άσπριζαν, τα φώτιζαν εκτυφλωτικά στα μάτια μας. Και απλώνονταν εκεί ρούχα, παπούτσια, κάλτσες, σώβρακα, κυλότες, είδη προικός, γανώματα, τσίγκινα και ξύλινα αντικείμενα, μεταχειρισμένα. Απόξω κιλίμια και χαλιά, κεριά και ανάπηροι επαίτες, παστέλι με μέλι και κρύο νερό, σουβλάκια τρία λίπος ένα κρέας, μαλλί της γριάς. Και μύγες, πολλές μύγες, αλογόμυγες, από την άλλη πλευρά ήταν το πωλητήριο – ανταλλακτήριο με τους τσαμπάζηδες να προσπαθούν να γελάσουν αγοραστές και αλλήλους για την ηλικία και τις ικανότητες του ζώου. Και εκεί σε ορισμένες γωνιές στα μπεζεστένια, από τη μια τα βρακιά και από την άλλη τα ζώα, στη μέση ακριβώς στο όριο του τείχου, τα υπαίθρια μεγέρικα. Αναψυκτικά στο δρόμο με γκαζοντενεκέδες γεμάτους πάγο στην πλάτη.

Ναι, αυτά ήταν τα μπεζεστένια της σιωπής και του πανηγυριού, έζησαν στιγμές δόξας και θρήνου για πάνω από 60 χρόνια. Και μετά ήρθε ο εκσυγχρονισμός του τσιμέντου. Κάποιοι δεν το πήραμε χαμπάρι, κάποιοι απλώς αδιαφόρησαν, άλλοι ήταν λάτρεις του τσιμέντου και ορισμένοι πίστευαν ότι το πανηγύρι θα γίνει… διεθνής (γεωργική ίσως) έκθεση αν γκρεμιστεί η παράδοση. Και έτσι προέκυψαν τα τσιμεντένια κουτιά, χωρίς ψυχή, χωρίς στοιχειώδη αισθητική, στη μέση του πουθενά, ο ορισμός του αξιοπερίεργου για όποιον δεν γνωρίζει τον τόπο.

Δυστυχώς χάθηκε «η ψυχή» του πανηγυριού όπως αυτό διαμορφώθηκε στην οριστική του μορφή την περίοδο του μεσοπολέμου. Με την πρώτη ματιά για έναν τρίτο δεν είχαν καμία αξία, το ίδιο και για την «υψηλή αρχιτεκτονική». Κάτι πλήθινα παραπήγματα με τσιμεντολίθια για υποστηλώματα και τσίγκους ή κεραμίδια για στέγη. Και όμως αποτελούσαν κλασσικό δείγμα λαϊκής αρχιτεκτονικής στη μορφή και τη λειτουργία τους που διέθεταν χώρους για την λειτουργία και υποστήριξη μια μεγάλης εμπορικής σύναξης στην οποία γίνονταν οι ετήσιες συναλλαγές των χωρικών. Ρούχα, παπούτσια, προικιά…

Ενας κόσμος που έφυγε και μαζί του οι άρχοντες αποφάσισαν κάποια στιγμή (μάλλον) τη δεκαετία του 1990 να φύγουν τα μπεζεστένια, ένα κομμάτι της συλλογικής συνείδησης της πόλης.

Δυστυχώς κανένας δεν μπήκε στον κόπο να ανοίξει τη συζήτηση για το θέμα, να μελετήσει τρόπους ασφαλούς διατήρησης και τέλος πάντων να ζητήσει μια γνώμη παραπέρα.

Η ευθύνη όλων μας, του καθενός από τη θέση που βρέθηκε, τη γνώση και το ενδιαφέρον για το θέμα…

***

Ο γύρος του θανάτου

Εστηναν το βαρέλι στο οικόπεδο νότια από το θερινό «Τιτάνια». Πάρκινγκ έχει γίνει σήμερα. Δεν μπορούσαμε εύκολα να παρακολουθήσουμε τη διαδικασία, είχαν ξεκινήσει τα σχολεία και οι περιορισμοί της εποχής ήταν πολλοί. Ξεφόρτωναν τις ψηλές δόγες και τα υπόλοιπα εξαρτήματα έτσι ώστε να δημιουργηθεί το πελώριο στα μάτια μας βαρέλι. Για την ακρίβεια δυό βαρέλια το ένα ανάμεσα στο άλλο και μεταξύ τους στο ψηλότερο σημείο έτσι ώστε να βλέπουμε τα όσα συνέβαιναν στο εσωτερικό του… εσωτερικού βαρελιού. Εξω ένα πάλκο με μηχανές επίδειξης, ακροβατικά κόλπα με τις ρόδες της μηχανής ανάμεσα σε περιστρεφόμενους κυλίνδρους. Με απολυτά τα χέρια, όρθιοι, κάνοντας ακροβατικά. Ο κράχτης για να πας μέχρι το ταμείο αν αντέχες το ύψος και δεν σε γονάτιζε ο φόβος της παράτολμης οδήγησης της μηχανής. Πολλές φορές κάτι γερασμένα σαράβαλα διαχειρίσιμα από τους οδηγούς. Επιανες θέση, η ανησυχία εμφανής στους περισσότερους που συνωστίζονταν γύρω από το εσωτερικό βαρέλι. Ανοιγε ένα πορτάκι απόλυτα προσαρμοσμένο στην κατασκευή για να μην «χάνει» στην περιστροφή και έμπαιναν χαιρετώντας οι οδηγοί, κάποιες φορές υπήρχαν και γυναίκες. Μαρσάριζαν τις μηχανές, κάτι οι πειραγμένες εξατμίσεις, κάτι το βαρέλι που λειτουργούσε σαν αντηχείο, ο θόρυβος εκκωφαντικός, σε άλλους ανέβαζε αδρεναλίνη και σε άλλους φόβο. Στον πάτο του βαρελιού μια κίτρινη επικλινής βάση τον ένωνε με τον κύλινδρο περιστροφής. Στροφές με αυξανόμενη ταχύτητα, εμπειρικός υπολογισμός της κεντρομόλου ώστε να κρατιούνται περιστρεφόμενοι οδηγός και μηχανή κάθετα στον κύλινδρο. Και από την επικλινή βάση την κατάλληλα υπολογισμένη στροφή το ανέβασμα στον κύλινδρο και η περιστροφή. Αρχικά με τα χέρια στο τιμόνι, έτριζαν οι δόγες, όλο το σύστημα πήγαινε πέρα δώθε, σειόταν ο τόπος και… η ψυχή στην κούλουρη ειδικά όταν ο αναβάτης έφθανε στην κορυφή. Και σε ελάχιστη απόσταση από το σημείο που στέκονταν οι θεατές, διαγραμμισμένη η «κόκκινη γραμμή» που δεν έπρεπε να περάσει για τον κίνδυνο να βρεθεί πάνω τους. Πάνω, κάτω και ακροβατικά: Με αμολυτά τιμόνια, πάνω στη σέλα, πατώντας στο σταντ, ανάποδα, και δεύτερος στην περιστροφή, ο ένας πάνω ο άλλος κάτω και η ταχυκαρδία για… εντατική. Και μετά από διαδοχικά κόλπα το κατέβασμα με την αντίστροφη διαδικασία, το παρκάρισμα, η υπόκλιση και το μπιζάρισμα με ένα αίσθημα ανακούφισης για την ευτυχή κατάληξη. Δεν ήταν όμως πάντα τέτοια, κάποιοι από τους πλέον γνωστούς είχαν εγκαταλείψει μετά από βαρείς τραυματισμούς στη διάρκεια παράτολμων ασκήσεων. Στο τέλος από τα μεγάφωνα καλούσαν τους θεατές να ρίξουν τον… οβολόν τους (πέραν του εισιτηρίου που πληρωνόταν στην είσοδο) μέσα στο βαρέλι καθόσον οι μοτοσυκλετιστές ανασφάλιστοι και μάζευαν τα πενηνταράκια που έπεφταν… βροχή μετά τα όσα επικίνδυνα είχαν δει. Κάπως έτσι ζήσαμε στα μικρά μας χρόνια το «γύρο του θανάτου» στο Νησιώτικο πανηγύρι. Πρωτοεμφανίστηκε το 1938 με αναβάτη τον Σαββόπουλο όταν 4 σε όλο τον κόσμο έκαναν αυτά τα παράτολμα πράγματα. Δεινός μοτοσυκλετιστής, πρωταθλητής Ελλάδας στους υποτυπώδεις αγώνες και… μοτοποδοσφαιριστής από το 1932, ο Σαββόπουλος είχε γράψει τη δική του ιστορία προπολεμικά. Αρκετές ομάδες μεταπολεμικά στα μικρά μας χρόνια, τώρα πλέον έχουν απομείνει ελάχιστες. Νομαδική ζωή, ρίσκο, δύσκολα βγαίνει το μεροκάματο…

***

Φλιπεράκια, ποδοσφαιράκια και παραγκολόγοι

Ηρθαν στο πανηγύρι για 1-2 χρόνια κάπου στις αρχές της δεκαετίας του 1960, μετά απαγορεύτηκαν την εποχή που ήταν στην κυβέρνηση ο Γ. Παπανδρέου ως «τυχερά παιχνίδια». Τα φλιπεράκια με μακρυά ιστορία, απαγορευμένα από τα μέσα της δεκαετίας του 1940 στην Αμερική, τα έσπαγαν με βαριοπούλες. Νομιμοποιήθηκαν 30 χρόνια αργότερα όταν στο δημοτικό συμβούλιο της Νέας Υόρκης ένας δεινός παίκτης έπεισε τους συμβούλους ότι ήταν ζήτημα δεξιοτεχνίας και ότι τύχης η πορεία της μπίλιας. Στο Νησιώτικο πανηγύρι τα θυμάμαι στημένα σε μια μακριά διάταξη κάτω από παράγκες (καθόσον λειτουργούσαν με ηλεκτρικό ρεύμα), στη βόρεια πλευρά της πλατείας. Εκείνα της γενιάς του 1950 με τα πτερύγια στη μέση να σπρώχνουν τη μπίλια. Θέαμα φαντασμαγορικό τα βράδια με το ημίφως κάτι σαν «american dream» με φωτάκια που αναβόσβηναν, γίνονταν έντονα σε κάθε σύγκρουση που συνοδευόταν από διαφορετικούς ήχους. Απαγορευμένα τότε για εμάς που ήμασταν πιτσιρικάδες, αλλά άκρως εντυπωσιακά, μια λάμψη από… Λας Βέγκας όπως το είδαμε αργότερα σε ταινίες (εκεί δεν απαγορεύτηκαν ποτέ καθόσον η πόλη του τζόγου). Κέρματα… μάζευαν οι πανηγυριώτες, έκαναν καμία φορά τα στραβά μάτια αλλά μετά από μια δυό το πολύ… αποκρούσεις το μηχάνημα κατάπινε τη μπίλια και μαζί το χρήμα. Οχι που είχαν δηλαδή καλύτερη τύχη οι μεγαλύτεροι που είχαν… εξασκηθεί σε εξορμήσεις στην Καλαμάτα (δεν θυμάμαι στο Νησί φλιπεράκια αλλά ως πιτσιρικάς τότε μπορεί να είχα… χάσει επεισόδια). Το έμβολο για την εκτίναξη της μπίλιας, τα κουμπιά για τις… αποκρούσεις. Εκαναν σκορ, εκστασιάζονταν αλλά στο τέλος τους… έτρωγε η τρύπα. Καμιά φορά το μηχάνημα μπορεί να τους έκανε τη χάρη για δόλωμα, αλλά έφευγαν ξεπεντριασμένοι. Παραδίπλα… ξεχαρμανιάζαμε στα ποδοσφαιράκια αλλά εκεί δεν υπήρχε έπάθλο πέρα από τη συμφωνάι ότι βάζει κέρμα στην τρύπα ο… χαμένος. Οι μεγαλύτεροι δεν έχαναν φυσικά την ευκαιρία να το κάνουν… τζόγο βάζοντας στοιχήματα. Ολα τα πράγματα είχαν την «αγαθή» και την πονηρή πλευρά τους. Πήγαινε το γκάπα γκούπα της μπάλας σύννεφο, το πράγμα ήθελε εξάσκηση, χρειάστηκε να μεγαλώσουμε για να τα καταφέρουμε ως συχνότεροι επισκέπτες στου Μπληγούρη ολοχρονίς. Απόκοντα και τα τζουκ μπόξ, ένα ταίρι με τα φλιπεράκια, τεχνολογία εποχής, κάθε περιφερόμενος παραγκολόγος έφερνε το δικό του, άκοπο χρήμα ήταν. Και άκουγες από παντού ήχους της «καζαντίδειας» εποχής, άντε και κανένα ελαφρολαϊκό αργότερα στην άνθησή του. Και κούνιες (δεν τις συμπάθησα ποτέ, μου προξενούσαν ναυτία), και αλογάκια για τους μικρότερους. Και σκοποβολή με τα φλόμπερ και τα βελάκια με έπαθλο ένα μπουκάλι βερμούτ, άντε και κανένα λικέρ για να πέσει ελαφρύ. Από δίπλα το… ακέφαλον πτώμα, ο ταχυδακτυλουργός που έβγαζε κουνέλια από το καπέλο και… τεμάχιζε την παρτενέρ στο όρθιο… μπαούλο και την… επανασυναρμολογούσε, κόλπα από… Χουντίνι. Σαν σήμερα άρχιζαν να ξεστήνουν, για εμάς και την πόλη άρχιζε ο χειμώνας. Επιστροφή στο κλίμα του σχολείου που είχε διαταραχθεί για πολλές ημέρες, στην σκληρή καθημερινότητα που είχε διακοπεί ευχάριστα. Η πλατεία άδειαζε, κάτι λίγοι έκοβαν χιλιόμετρα ως εναλλακτική επιλογή του καφενείου ή για να ξεθολώσουν από την πολύωρη παραμονή. Η επιλογές διασκέδασης περιορισμένες στις μεγάλες γιορτές συλλογικής μνήμης γεννούσαν προσμονή όταν πλησίαζαν και ένα αίσθημα θλίψης όταν τελείωναν…

***

Ιστορίες με «βιού μάστερ»

Νησιώτικο πανηγύρι και θυμήθηκα το βιού μάστερ. Μπορεί στα νεότερα παιδιά οι γονείς να αγόραζαν για πλάκα τη συσκευή και τις χάρτινες ταινίες, στις δεκαετίες όμως του 50 και του 60 αυτό δεν ήταν ούτε… όνειρο για τη μαρίδα. Εξαίρεση κάποιοι εκ των εχόντων είτε χρήμα, είτε μπάρμπα στην Αμερική που έστελνε παιχνίδια. Και στο πανηγύρι εμφανιζόταν ο ανάπηρος που έβγαζε μεροκάματο με τη συσκευή και τις ιστορίες που κουβάλαγε. Από τη Χιονάτη και τους 7 νάνους μέχρι… τα Πάθη του Χριστού. Μια πεντάρα παλαιότερα και κάτι παραπάνω όσο ανέβαινε ο πληθωρισμός, για να παρελάσουν στα μάτια μας εικόνες σε τρεις διαστάσεις. Κάθε χαρτοταινία είχε 7 τέτοιες εικόνες και ο ανάπηρος συνήθιζε να τις κάνει… ομιλούσες. Αλλωστε κανένας δεν ακούμπαγε τη συσκευή που ήταν στερεωμένη στο τρίποδο, μόνο έβλεπε μέσα από τα «κιάλια». Κάτι τέτοιο θύμιζε ο προπομπός της… τηλεόρασης και ο διασκεδαστής των μικρών πάταγε το κουμπί για να αλλάξει η εικόνα αφηγούμενος το τι θα δούμε στη συνέχεια.

Για όσους δεν γνωρίζουν, το βιού μάστερ ήταν στερεοσκόπιο και κάθε φωτογραφία είχε δύο λήψεις από δεξιά και αριστερά έτσι ώστε όταν τις κοιτάζαμε από το φακό εμφανιζόταν μια και μάλιστα με πλάτος, ύψος και βάθος. Εμφανίστηκε το 1938 και υπάρχει ολόκληρη συλλογή τύπων στην εξέλιξή του μέχρι το 1996. Από τη δεκαετίας του 1950 το χρησιμοποιούσαν στα πανηγύρια μέχρι πολύ αργότερα. Και μαζεύαμε πεντάρες για να χαζέψουμε το μαγικό κόσμο που άλλαζε ο ανάπηρος με ταχύτητα ανάλογη της… πελατείας που περίμενε.

***

Μια ολόκληρη εποχή που όπως είναι φυσιολογικό έφυγε ανεπιστρεπτί, ο κόσμος αλλάζει, εμείς μεγαλώνουμε, οι μνήμες μας ακολουθούν. Και ίσως έχει ενδιαφέρον να τις μοιραζόμαστε…

{Στη φωτογραφία η ζωοπανήγυρη το 1966]

 

Προβολή Σχολίων