Θαμμένες αρχαιότητες στην Πανηγυρίστρα και η Ζωοδόχος Πηγή

Η εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής στην “Πανηγυρίστρα” περί τα τέλη της δεκαετίας του 1930. Η κατασκευή της εκκλησίας το 1903 αποκάλυψε ίχνη αρχαιοτήτων τα οποία δυστυχώς εξαφανίστηκαν. Αυτή η ανακάλυψη υποδηλώνει οίκηση του υψώματος από εποχή η οποία δεν μπορεί να προσδιοριστεί και αφορά τον “πυρήνα” του Νησιού ως παραποτάμιου οικισμού. Ονομα συμβατό με το τοπικό αρκαδικό ιδίωμα στο οποίο “νησί” χαρακτηρίζεται παραποτάμια περιοχή με πυκνή βλάστηση.
ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΕΣ ΣΤΑ ΘΕΜΕΛΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Στα τέλη Ιουνίου 1903 τέθηκε ο θεμέλιος λίθος της εικονιζόμενης εκκλησίας αλλά όταν άρχισαν οι εκσκαφές διαπιστώθηκε ότι στο χώρο υπήρχαν διάσπαρτες αρχαιότητες όπως μας πληροφορεί ρεπορτάζ της εφημερίδας “Θάρρος”: “Εν τη γείτονι πόλει της Μεσσήνης, καθά πληροφορούσιν ημάς εκείθεν, και εν τω χώρω ακριβώς ένθα τελείται η κατά την 23 Αυγούστου ετήσια πανήγυρις, ενεργουμένων ανασκαφών προς ανόρυξιν θεμελίων δια την ανέγερσιν ναού ανευρέθησαν ίχνη αρχαιοτήτων.
Ούτω κατ’ αρχάς ανεκαλύφθη πλήθος άπειρον πλίνθων, οστών και κεράμων δεικνυόντων την εν τω τόπω εκείνω την ύπαρξιν αρχαίου τινός συνοικισμού και ίχνη υδραγωγείου ανεκαλύφθησαν μετά κεραμίνου υδραγωγού τάφοι δε πολλοί, ων το περιεχόμενον έκπαλαι έχει συληθή, μετά σκελετών ανθρωπίνων. Επίσης απεκαλύφθησαν ίχνη οικοδομών ών τα θεμέλια ευρύτατα όντα αποτελούνται εξ ασβέστου μετά κεράμων και λίθων όμοια των ενιαχού σωζομένων λειψάνων Ενετικών φρουρίων.
Εκτός των ανωτέρω ευρέθησαν και κίονες τρεις ών οι δύο εξ εγχωρίου μαρμάρου την επιφάνειαν λείαν έχοντες, ών ο εις δύο μέτρων μήκους του τρίτου τούτων φέροντος ραβδώσεις ψευδείς. Ευρέθη δε και μαρμαρίνη πλαξ μετά εγλύφων ανθεμίων ως κόσμημα ίσως χρησιμευούσης οικήματος ή τάφου τινός, τα ανθείματα εισίν κάλυκες συμπεπλεγμένοι περί τα θολωτά οικοδομήματα το δε γείσον της πλάκας ταύτης κοσμείται εκ ραγάδων.
Ο χώρος εφ’ ού τα αποκαλυφθέντα, παρουσιάζει τριπλά ίχνη αρχαιότητος Ελληνικής, Ρωμαϊκής και Βυζαντινής, της τελευταίας δε τούτης λείψανα εισί ο ών συζυγικός ναΐσκος της Ζωοδόχου Πηγής όστις έχει εντός του εκκλησιαστικού εδάφους τον δικέφαλον αετόν, ου τα ίχνη του χρόνου εισίν εξηλημμένα. Μέχρι τούδε δε σώζεται εν τω χώρω της καλουμένης πανηγυρίστρας και φρέαρ στρογγυλόν όμοιον με τα των της αρχαιότητος, και πολύ παλαιότερον του επί της εποχής του Ιμβραήμ ανεγερθέντος εν τω αυτώ χώρω και σωζομένου ναού της Ζωοδόχου Πηγής.
Εκ πάντων των ανωτέρω και εκ των οσημέραι παρουσιαζομένων νέων ευρημάτων ευλόγως πιστεύεται ότι εν τω ως είρηται χώρω συνοικισμός παλαιάς τινός πόλεως ευρίσκεται αρχαίος και σπουδαιότητος αρχαιότητες ίσως να κρύπτονται.
Ο δήμαρχος Παμίσου δια λεπτομερούς εκθέσεώς του ανέφερε τ’ ανωτέρω προς τον κ. Νομάρχην όπως ληφθή πρόνοια παρά του υπουργείου της Παιδείας δια λεπτομερεστέραν εξέτασιν του μέρους εκείνου, διότι δεν θεωρείται απίθανος η εν τω μέρει εκείνω ανεύρεσις σπουδαίων ίσως αρχαιολογικών ευρημάτων”.
Πέντε ημέρες αργότερα δημοσιεύεται η είδηση διακοπής των εργασιών λόγω των αρχαίων που βρέθηκαν: “Πληροφορούσιν ημάς εκ Μεσσήνης ότι κατόπιν ων κατά τας ενεργουμένας αύτοθι ανασκαφάς προς ανόρυξιν θεμελίων δια τον ανεγερθησόμενον εν τω χώρω της τελουμένης κατ’ έτος πανηγύρεως ναού ανευρεθέντων αρχαιολογικών ευρημάτων, περί ών εν προηγουμένω ημών φύλλον εν εκτάσει διελάβομεν, ο αύτοθι οικονομικός έφορος ειδοποιήσας το υπουργείον διέταξε την διακοπήν των εργασιών μέχρις ου ληφθή η επί τούτω απάντησις του υπουργείου. Κατόπιν της διαταγής ταύτης του εφόρου οι εργασίαι διεκόπησαν από της προχθές”.
Από εκεί και ύστερα δεν δημοσιεύεται καμία σχετική πληροφορία, η εκκλησία χτίστηκε και τα αρχαία εξαφανίστηκαν, καθόλου… πρωτότυπο άλλωστε.
Από την σχετική είδηση προκύπτουν στοιχεία που προβληματίζουν. Πριν από χρόνια ο φίλος συμπατριώτης Γιάννης Πλατάρος κατά τη διάρκεια εργασιών καθαρισμού της τοιχοποιΐας στην εκκλησία των Τριών Ιεραρχών (που είναι κατά πολύ παλαιότερη των εκσκαφών που αποκάλυψαν αρχαία), εντόπισε στην τοιχοποιΐα κομμάτια κιόνων και παραστάσεις. Με δεδομένη την περιγραφή των ευρημάτων θα μπορούσε να υποθέσει κάποιος ότι τα υλικά της τοιχοποιΐας των Τριών Ιεραρχών ενδεχομένως προέρχονται από αυτή την περιοχή;
Στο Βασιλικό Μουσείο του Μάριεμοντ στο Βέλγιο υπάρχει Παλλάδιο της Αθηνάς που χρονολογείται στο δεύτερο μισό του 6ου π. χ. αιώνα και θεωρείται ότι έχει βρεθεί στο Νησί (is reputed to have been found at Nisi near Kalamata). Ως εκ τούτου το ερώτημα έρχεται φυσιολογικά: μπορεί να προέρχεται από αυτή την περιοχή;
Κατά τα άλλα έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η πληροφορία ότι υπήρχε και δεύτερη εκκλησία που χαρακτηρίζεται “συζυγικός ναΐσκος” κοντά σε αυτή που χτίστηκε μετά την καταστροφή της Ζωοδόχου Πηγής από τον Ιμπραήμ. Αλλά και η ύπαρξη πηγαδιού ανάλογου με εκείνα που βρίσκονταν στο Λιμοχώρι, κοντά στον Αγ. Δημήτριο.
ΟΙ ΦΡΑΓΚΟΙ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ
Κατά τα άλλα επιβεβαιώνει την παρουσία κάστρου στο χώρο και παραπέμπει στην παρουσία των Φράγκων στο Νησί. Το οποίο παίρνει τη θέση του στην ιστορία το 1293 μέσα από τη γαλλική εκδοχή του “Χρονικού του Μορέως”. Εδώ “εν των κάστρω μεθ’ ηδονής διέτριβε η πριγκήπισσα Ισαβέλα και ο σύζυγός της Φλωρέντιος ο Αναγαυϊκός” σημειώνει ο Αδ. Αδαμαντίου, ο οποίος διευκρινίζει ότι “ήτο δε η Ανδρούσα και το Νησί και άλλα τινές πόλεις του Μορέως ηβητήρια, διατριβαί ψυχαγωγίας των Φράγκων ηγεμόνων”. Οταν το κάστρο της Καλαμάτας καταλήφθηκε από τους Σλάβους, το Κάστρο του Νησιού έγινε τόπος συνάντησης των στρατιωτικών δυνάμεων των Φράγκων που έφθασαν από την Ανδρούσα, το Ριόλο και το Ποντικόκαστρο. Αργότερα όταν η Ισαβέλα έμεινε χήρα αποσύρθηκε στο ίδιο κάστρο “που της άρεσε πιό πολύ από όλα τα άλλα” σύμφωνα με τον Μπυσόν. Που μας πληροφορεί ότι κατά τη διάρκεια της παραμονής της απονέμει αξιώματα και από την αφήγηση της γαλλικής παραλλαγής του Χρονικού πληροφορούμαστε το όνομα Ελληνα της περιοχής, του “κυρ-Βασιλόπουλου”, ο οποίος τιμήθηκε με το αξίωμα που αντιστοιχούσε στον πρωτοβεστιάριο του Βυζαντίου.
Το Κάστρο του Νησιού εμφανίζεται στις γραπτές πηγές ταυτοχρόνως με την Ισαβέλα. Το γεγονός ότι ενωρίτερα δεν υπάρχουν γραπτές πηγές δεν επιτρέπει να εκτιμήσουμε με ασφάλεια την εποχή κατά την οποία κτίσθηκε. Ορισμένες ενδείξεις όμως συγκλίνουν στην άποψη ότι το κάστρο θα πρέπει να κτίσθηκε την εποχή της Φραγκοκρατίας, τόσο ως τόπος αναψυχής όσο και ως ένα οχυρό κοντά στην Καλαμάτα, η οποία αντιμετώπιζε συνεχώς την απειλή των Σλάβων του Ταϋγέτου. Η πληροφορία ότι απ’ αυτό ο Φλωρέντιος διηύθυνε την ανακατάληψη του κάστρου της Καλαμάτας, είναι ενισχυτικό αυτής της άποψης.
Κάστρο στη μέση του κάμπου – και μάλιστα χωρίς αξιομνημόνευτη πόλη – είναι ασύμβατο με την πρακτική των βυζαντινών. Και επιπλέον – εφόσον υπήρχε – θα ήταν λογικά αντικείμενο “κατάκτησης” και καταγραφής στα Χρονικά, πριν την κατάληψη του Κάστρου της Καλαμάτας. Ο συμπατριώτης μας σπουδαίος ιστορικός Βασ. Παναγιωτόπουλος αναφερόμενος στην οχυρωματική οργάνωση σε διάφορες φάσεις σημειώνει: “Στην επικράτεια της βυζαντινής αυτοκρατορίας, ενός κράτους ενιαίου, κυρίαρχου και με ισχυρή κεντρική εξουσία, σχεδίαζαν και εκτελούσαν τα οχυρωματικά έργα με βάση τις ανάγκες των παραμεθορίων περιοχών που ήταν εκτεθειμένες στις μαζικές επιθέσεις των στρατιωτικά οργανωμένων εχθρικών πληθυσμών, και όχι με βάση τις τοπικές αμυντικές ανάγκες, όπως συμβαίνει με τις οχυρώσεις “φεουδαλικού τύπου” […] Η κατάσταση στην Πελοπόννησο από το 13ο ως το 15ο αιώνα είναι εντελώς διαφορετική. Εχθρός εδώ είναι ο γείτονας, ο Φράγκος, ο Βυζαντινός, ο Βενετός, ένας γείτονας που μέσα στο παιχνίδι της εδαφικής αλληλοδιείσδυσης των κρατιδίων βρίσκεται παντού. Πολιτικός κατακερματισμός σημαίνει πολλαπλασιασμό των αμυντικών σημείων και, επομένως, οργάνωση του χώρου και του επικοισμού αισθητά διαφορετική από εκείνη που απαντάται σε μια περιφέρεια ενταγμένη σ’ ένα σύστημα ισχυρής και συγκεντρωτικής εξουσίας”.
Αιώνες αργότερα το κάστρο υπάρχει ακόμη. Οταν το 1825 ο Ιμπραήμ λεηλατούσε τη Μεσσηνία “το 17ο Σύνταγμα Ιππικού στις 4 Ιουνίου […] συλλαμβάνοντας εκατοντάδες αιχμαλώτους και αρπάζοντας από τον εχθρό δεκάδες χιλιάδες ζώα, επέστρεψε στο Νησί, στο Κάστρο της πεδιάδας” αφηγείται έμπειρος Ιταλός αξιωματικός από το επιτελείο του σε ημερολόγιο που δημοσίευσε ο Κ. Κοτσώνης..
Τέσσερα χρόνια αργότερα όμως, η Γαλλική Επιστημονική Αποστολή διαπιστώνει ότι “ένα κάστρο με όψη φεουδαρχική υπήρξε στο Νησί, αλλά δεν έμειναν πια παρά μόνον χαλάσματα ακόμη αρκετά ψηλά και κομμάτια από πυργίσκους μέσα στις τρύπες των οποίων φώλιαζαν μικρά αρπακτικά πουλιά”.
Σχεδόν έναν αιώνα μετά, το 1932 στην “Πανηγυρίστρα” σύμφωνα με τον καθηγητή Ευστάθιο Σταθόπουλο “εντός του ύψους του εδάφους και των κάτω αυτού λιμναζόντων ακόμη υδάτων διακρίνει κανείς τα ερείπια παλαιού Ενετικού φρουρίου”. Τέτοιες εμφανίσεις υπήρχαν ακόμη τη δεκαετία του 1960 νοτίως του χώρου που καταλάμβαναν τα μπεζεστένια, ενώ σύμφωνα με πληροφορίες τέτοια ερείπια βρέθηκαν πριν λίγα χρόνια όταν γίνονταν εκσκαφές για αγωγό στη σημερινή Πατατζή.
Η ΝΕΟΤΕΡΗ ΟΙΚΗΣΗ
Η παρουσία Φράγκων και αργότερα Ενετών στην περιοχή αυτή επιβεβαιώνεται από το τοπωνύμιο “Γαρδελιά” που εμφανίζεται ακριβώς νοτιότερα από αυτή τη θέση. Γαρδέλια είναι οι καρδερίνες στα ιταλικά, οι οποίες προφανώς αφθονούσαν στους κήπους και τα δέντρα που περιέβαλλαν τον τόπο αναψυχής των Φράγκων ηγεμόνων. Την περιοχή αυτή επέλεξαν για οίκηση και οι Τούρκοι όπως μαρτυρούν τα σχετικά τοπωνύμια. Ο χαρακτηρισμός της περιοχής της σημερινής ενορίας Τριών Ιεραρχών ως “Τσελεπίνα” κατά πάσα πιθανότητα είναι τούρκικής προέλευσης. Τσελεπής ήταν τίτλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, χρησιμοποιήθηκε για την προσαγόρευση ευγενών. Χρησιμοποιήθηκε – ενίοτε ειρωνικά – για τον λεβέντη ή τον καλοντυμένο. Μακρύτερα υπάρχει και το “χαβούζι”, τα τούρκικα λουτρά καθώς η λέξη προέρχεται από το “χαβούζ” που σημαίνει “δεξαμενή”.
Την ελληνική οίκηση στην περιοχή υποδηλώνει η παρουσία της εκκλησίας των Αγίων Αποστόλων πριν την Ενετοκρατία. Στις απογραφές της εκκλησιαστικής περιουσίας που έγιναν το 1699 και το 1700 αναφέρεται πως “εις το χωρίον Νησί είναι και ο ναός των Αγίων Αποστόλων […] είναι και άλλος ναός των Αγίων Αποστόλων και είναι χαλασμένη” και “είναι και ο ναός των Αγίων Αποστόλων και έχει ολίγον κύπον”.
Οι Αγιοι Απόστολοι ήταν η κεντρική εκκλησία της περιοχής και από τις σημαντικότερες στο Νησί καθώς εκεί το Μάιο του 1823 κάλεσε ο απεσταλμένος της κυβέρνησης τους κατοίκους για να τους… εξομολογήσει στο ιερό αν είναι με το Δ. Καλαμαριώτη ή το Γ. Δαρειώτη προκειμένου να αποσαφηνιστεί ποιός εκλέγεται για την… Εθνοσυνέλευση καθώς το Νησί και η περιφέρειά του είχε διχαστεί ανάμεσα στις δύο προυχοντικές οικογένειες.
Η εκκλησία των Τριών Ιεραρχών είναι νεότερη καθώς ενορία Αγίων Αποστόλων αναφέρεται πολλά χρόνια μετά την απελευθέρωση, υπάρχει σε πλήθος συμβολαιογραφικών εγγράφων το 1835 και πλειστηριασμών το 1854. Η εκκλησία των Τριών Ιεραρχών είχε κατασκευαστεί το 1897 καθώς εκεί γίνεται η κηδεία του δημάρχου Π. Μερλόπουλου.
Η ΖΩΟΔΟΧΟΣ ΠΗΓΗ
Επιστροφή στη φωτογραφία και σύμφωνα με θρησκευτικές πηγές η σημερινή εκκλησία είναι κτίσμα του 1900 όπως φαινόταν σε επιγραφή σε σανίδα που είχε αναρτηθεί στο Ιερό Βήμα και έγραφε “Η ανέγερσις του Ιερού τούτου Ναού εγένετο τη επιμελεία του αιδεσιμωτάτου Οικονόμου Διονυσίου Κοροβέση δαπάνη, δε των ευσεβών χριστιανών και αυτού. Ο καθηγούμενος Δαβίδ-Εγένετο εν έτει 1900 Αυγούστου 23”. Τη χρονολόγηση όμως ανατρέπει η δημοσίευση που προαναφέρθηκε και αναφέρει την θεμελίωση της εκκλησίας το 1903.
Αρχικά είχε ξύλινο τρούλο που αντικαταστάθηκε το 1937 από το σημερινό. Οι φορητές εικόνες είναι έργο Αγιοριτών μοναχών το 1908, του Γερόντιου Μοναχού και του Λεόντιου Ιερομόναχου της Σκήτης της Αγίας Αννης. Η εκκλησία είναι τρισυπόστατη τιμάται κυρίως η Παναγία (με το “επίθετο” Ζωοδόχος Πηγή), αλλά και η Αγία Βαρβάρα και ο Αγιος Ελευθέριος.
Στη θέση εκείνο το σημείο υπήρχε πολύ παλαιά εκκλησία, τα Εισόδια της Θεοτόκου που καταγράφεται στην απογραφή της εκκλησιαστικής περιουσίας την οποία έκαναν οι Ενετοί το 1699 όπου στην περιουσία της Μονής Βουλκάνου περιλαμβάνεται “εις το Νησί μετώχι με εκκλησία ήτανε παλαιά και την ανακένησε το μοναστήρι. Και ήνε η εκκλησία τα Ισόδια της Θεοτόκου, και σπίτια 5 με την περιοχή τους, και απόξω από το μετώχι χωράφια στρέμματα 6”. Η αναφορά ότι ήταν παλιά και ανακαινίστηκε από το μοναστήρι δείχνει ότι η εκκλησία ήταν παλαιότερη της Ενετικής κατάκτησης το 1686. Σύμφωνα με περιγραφές σε εκκλησιαστικά συγγράμματα ήταν ημιϋπόγεια και μικρών διαστάσεων. Κατά την επιδρομή του Ιμπραήμ (του οποίου τα στρατεύματα όπως προαναφέρθηκε είχαν στρατοπεδεύσει δίπλα, στο παλιό κάστρο που υπήρχε ερειπωμένο) έπαθε σοβαρές ζημιές καθώς από τον Κώδικα της Μονής Βουλκάνου διαπιστώνεται ότι το 1829 σκεπάστηκαν η εκκλησία και ένα σπίτι, ενώ φτιάχτηκε ένα εργαστήριο που είχε καταστραφεί από τον Ιμπραήμ.
Η εκκλησία επλήγη από τους σεισμούς του 1846 που ισοπέδωσαν (και) το Νησί, και μάλιστα μαρτυρείται ότι μετά τον πρώτο σεισμό το πρωί της 29ης Μαΐου, τη νύχτα της ιδίας ημέρας είχαν συγκεντρωθεί οι άνθρωποι για δέηση “εντός του Ναού Παναγίας Βουλκάνου” όταν “βοή τρομερά ηκούσθη και κατόπιν αυτής σεισμός τινακτικώτερος αν όχι και διαρκέστερος του πρωινού”. Οι άνθρωποι “ έξω εαυτών γενόμενοι εξεπήδησαν του Ναού δια των παραθύρων και εις τα αγυιάς και πλατείας διεσπάρησαν, ολολύζοντες καθ’ όλην την νύκτα, καθ’ ήν επανελήφθησαν οι σεισμοί εκ διαλειμμάτων..”.

Προβολή Σχολίων