Άγιος Ιωάννης, Κλεφτοκοτάδες, 1950

Ο Αγιάννης στη Μεσσήνη όπως φαινόταν από το σιδηροδρομικό σταθμό τη δεκαετία του 1950. Γιορτή τ’ Αγιαννιού σήμερα και θυμήθηκα ένα κείμενο για ένα ξεχασμένο έθιμο της παραμονής που έγραψα και δημοσιεύτηκε στον “Πάμισο”. Σκέφθηκα λοιπόν ότι θα ήταν χρήσιμο να αναρτηθεί, με λίγες προσθήκες και τροποποιήσεις με πρόσθετα στοιχεία. Φωτιά, κλεφτοκοτάδες και γλέντι μέχρι τη δεκαετία του 1960.
Οι φωτιές, οι χοροί και το γλέντι γύρω από αυτές συναντιούνται πολύ συχνά στη λαϊκή παράδοση και σε διαφορετικές γιορτές. Η παράδοση αυτή σε κάποιες περιπτώσεις συνεχίζονται ακόμη (αποκριές, Κλείδωνας), ενώ σε άλλες περιπτώσεις έχει ήδη ξεχαστεί. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκει ένα έθιμο που χρειάζεται μεγαλύτερη διερεύνηση και ήταν από τα πλέον χαρακτηριστικά στη Μεσσήνη. Ηταν το έθιμο τη φωτιάς που άναβαν την παραμονή των γιορτών στην πλατεία των εκκλησιών που γιόρταζαν, με μεγάλους κορμούς δέντρων όπως και τις αποκριές. Σε αυτές τις φωτιές ψήνονταν κότες που… έκλεβαν οι επιτήδειοι από τα κοτέτσια, τις οποίες πολλές φορές απολάμβαναν τα… θύματα της κλοπής χωρίς να το γνωρίζουν. Και βέβαια στηνόταν γλέντι τρικούβερτο γύρω από αυτές με χορούς και τραγούδια. Μια νύξη για το έθιμο κάνει ο Θεόδωρος Μιχ. Τσερπές που γράφει: “Αλλο έθιμο ήταν προπαντός οι φωτιές στις αυλές των εκκλησιών στη γιορτή του αγίου τους με έρανο ή κλεψιές ξύλων υπό των νεαρών, από τα γειτονικά σπίτια κλπ. Εκεί κρατούσε χορός υπαίθριος όλη τη νύχτα”.

ΣΤΟΝ ΑΓΙΑΝΝΗ ΤΟ 1949

Η παλαιότητα του εθίμου και η ακρίβεια σχετικά με αυτό, παρουσιάζεται από τον Πότη Λουκάκο το 1949 ο οποίος μιλάει για παλιά εθιμοτυπία “που μας την άφησαν οι πατεράδες μας και οι παππούληδές μας”. Περιγράφει τι ακριβώς γίνεται στην εκκλησία την παραμονή υμνώντας το Μητροπολίτη Μεσσηνίας Χρυστόστομο (Δασκαλάκη) για την ολοκλήρωση της εκκλησίας, με το πομπώδες ύφος που διέκρινε τα γραπτά του. Μιλάει τον τρόπο που… εξασφαλίζονταν οι κότες και τους πρωταγωνιστές του εθίμου στον Αγιάννη: “Να λοιπόν πάλι. Ξανάφτασε και φέτος τ’ Αγιαννιού. Ξεχωριστή αυτή η γιορτή για τους Νησιώτες, δεν είναι σαν τις άλλες, καλοί είναι όλοι οι άγιοι του εορτολογίου μα… ο Αγιάννης και ο Αϊ Δημήτρης είναι οι φύλακες, οι υποστηρικτές και οι προστάτες των Νησιωτών, για τούτο σε κάθε δύσκολο που παρουσιάζεται σε μας σε τούτες μάλιστα τις δύσκολες και θλιβερές μέρες της φουρτουνιασμένης ζωής που περνάμε, είναι οι άγιοι αυτοί το βάλσαμο και η ανακούφισις που χύνεται στις ψυχές μας.
Μα ο Αϊ Γιάννης, ο Μητροπολιτικός μας άγιος γιορτάζεται με κάποιο ξεχωριστό τρόπο, με κάποια παληά εθιμοτυπία που μας την άφησαν οι πατεράδες μας και οι παππούληδές μας. Γιορτάζεται με φωτιές και με θυσίες… πουλερικών. Αφθονες κότες ρίπτονται και ψήνονται στη μεγάλη φωτιά τ’ Αγιαννιού οι οποίες δεν προσφέρονται από τους ιδιοκτήτες των κοτετσιών – να εδώ είναι το μυστικό – αλλά αρπάζονται κρυφά από ειδικούς και πεπειραμένους κοτάδες – έτσι για το καλό – χωρίς ο ιδιοκτήτης των να μπορή την άλλη μέρα να διαμαρτυρηθή γιατί έτσι τόχει το έθιμο. Φέτος δε που ο ήλιος του καινούργιου χρόνου ανέτειλε πιό ζοφερός και πιό ακτινοβόλος σε προβλέψεις πως η φετινή χρονιά δεν θάναι σάπια σαν κι αυτή τη δίσεκτη που μας πέρασε αλλά γεμάτη καλές ελπίδες. Η γιορτή αυτή θα ξεπεράση κάθε προηγούμενο. Και να λοιπόν η παραμονή τ’ Αγιαννιού ξεφουντώνει στο Νησί και φωτίζει με τη λάμψη της και τη χαρά της όλους εμάς που ζούμε στο Νησί. Η εκκλησία μας φέτος, η μέχρι προχθές γκρεμισμένη δεν είναι όπως πέρυσι ένα άνοστο θρησκευτικό καταφύγιο των πιστών, είναι μια εκκλησία σύγχρονη, μια εκκλησία που λάμπει από διακοσμήσεις, μια μεγάλη τέλος Μητρόπολις που είναι κι αυτή στην πρώτη σειρά των άλλων Μητροπολιτικών εκκλησιών των μεγαλουπόλεων. Εκουράσθη πράγματι ο Δεσπότης μας για να τοποθετήση το μεγάλο αυτό θρησκευτικό αριστούργημα πάνω στα παληά ερείπια της από πολλά χρόνια γκρεμισμένης εκκλησίας μας, και για το σκοπό αυτό εδιάλεξε ο γίγας αυτός αρχηγός της εκκλησίας του Νομού μας τους βοηθούς που του έκαναν για τούτο, τους σημερινούς επιτρόπους κ. κ. Γ. Χαρίτον, Βασ. Δημητρόπουλον, Αντ. Σακελλαρόπουλον, Θεοδ. Πανόπουλον και Φωτ. Παπαδόπουλον με συμμετοχήν πάντοτε του σεβασμίου ιερέως της εκκλησιάς παπά Κώστα, μπόρεσαν και παρουσίασαν το καινούργιο αυτό εκκλησιαστικό θαύμα, το θρησκευτικόν τούτο οικοδόμημα που συμβολίζει την ανθρώπινην θέλησιν.
Αρχίζει λοιπόν την παραμονήν τ’ Αγιαννιού η εκκλησία αυτή και παίρνει μια ασυνήθη γιορταστικήν όψιν σε κίνησιν, το δε βράδι είναι ένα ωραιότατον όραμα στα μάτια του προσκυνητή. Απειρα ηλεκτρικά λαμπιόνια μέσα και έξω της εκκλησίας ένα υπέροχο λαμπερό στερέωμα, έναν αστραποβολούντα από φως ουρανόν, μια πραγματική κατοικία του Θεού.
Και τρέχουν τα κορίτσια και οι νιοί να στολίζουν την σεπτήν εικόνα του Αγίου,προσπαθούν όλοι τους να βάλουν έστω κι ένα τριαντάφυλλο πάνω στην εικόνα γιατί αυτό εκτός από το κερί τους είναι το τάμα τους για να παντρευτούν τη φετεινή χρονιά και εκλιπαρούν τον άγιο να τους λυπηθή και να τους χαρίση τη χαρά αυτή που είναι η μοναδική τους απαίτησις, φέτος δε τα τάματα αυτά είναι πολύ περισσότερα γιατί αποφάσισαν τέλος επιμόνως να ζητήσουν τη χάρι αυτή από τον άγιο και κάτι αμφοτέρων των φύλων Νησιώτες που μέχρι προχθές εθεωρούσαν τον εαυτόν τους νέον αλλα κυττάχτηκαν την πρωτοχρονιά στον καθρέπτην και είδαν την τραγικήν πραγματικότητα. Είδαν δηλαδή ότι τα χρόνια στο πέρασμά τους άφησαν επάνω στο πρόσωπό τους άσβυστα τα σημάδια της διάβασής τους και σκόρπισαν συγχρόνως όλους τους ποικιλώνυμους θαυμαστές και θαυμάστριές τους, και φέτος δεν περιμένουν πια το βασιλόπουλο η τη βασιλοπούλα του παραμυθιού να γεννηθή για να γίνη σύντροφός τους. Και μη νομίζεται ότι είναι λίγοι αυτοί οι υποψήφιοι που γράφω, ως επί το πλείστον και παραδόξως πλεονάζουν τα γεροντοπαλλήκαρα. Μέσα όμως στην ηλεκτρισμένη αυτήν ατμόσφαιρα των ετοιμασιών για τη γιορτή βλέπει κανείς και κάτι αλλο που του κάνει εντύπωση.
Είναι τα λογής λογής δίτροχα που κουβαλούν και σωρώνουν στη μεγάλη διπλανή αυλή της εκκλησίας τεράστιους κορμούς δέντρων για να παρουσιάσουν έναν τεράστιον από ξύλα όγκον. Είναι η φωτιά που θ’ αναφτή το σουρούπωμα – η φωτιά τ’ Αγιαννιού – όπως την λέμε εμείς, γιατί έτσι την θέλει ο άγιος την φωτιά του. Είναι και αυτή μια ιδιοτροπία του πουθ οι πιστοί την πραγματοποιούν. Και στις 7 η ώρα το βράδυ σαν η νύχτα σκεπάση με το σκοτεινό πέπλο της την πόλη, ο μπάρμπα Σίμος – γιατί αυτός πάντα δίνει το σύνθημα, ρίχνει το πετρέλαιο στο σωρό και βάζει φωτιά. Ε λοιπόν ωραιότερο νυκτερινό θέαμα δεν υπάρχει απ’ αυτό που αντικρύζει κανείς. Αυτομάτως από τον ξύλινο αυτόν σωρό ξεπηδούν τεράστιες πύρινες γλώσσες που γλύφουν το στερέωμα λες και προσπαθούν να φτάσουν το θρονί του αγίου, και μαζί με τις φλόγες φουντώνει κι η χαρά του κόσμου που μικρομέγαλοι παρακολουθούν, κι αρχίζει το γλέντι γύρω απ’ τη φωτιά, κι’ απαραίτητα θα χορέψουνε πρώτα οι υποψήφιοι που αναφέρω πιο πάνω για να ολοκληρωθή το τάμα τους. Εκεί βλέπει κανείς λεβεντιές και τσαλίμια, και όλοι τους συναγωνίζονται αρσενικοί και θηλυκοί ποιός θα ξεπεράσει τον άλλον σε λεβεντιάκαι τσακίσματα, εκεί πρωτοβλέπονται, εκεί τα πρόσωπά τους φουντώνουν και φωτίζονται από τους πύρινους δαυλούς της φωτιάς, εκεί ξεπροβάλει το πρώτο χαμόγελο αρωματισμένο με τη μυρουδιά των πουλερικών που γύρω, γύρω στις θράκες ψήνονονται,και σαν φωτίση ο Θεός την ημέρα, στο πόδι η γριά Νικολού, η συμπεθέρα, βροντάει το σπίτι του υποψήφιου ή της υποψήφιας. Κι έτσι ολοκληρούται το τάμα,κι έτσι ο άγιος γίνεται ίνδαλμα και προστάτης των ζευγαριών που ενούνται με τις ευλογίες της εκκλησίας.
Και τώρα απ’ όλα αυτά που γράφω σεις που το διαβάζετε και ζήτε έξω λίγο απ’ το Νησί, εάν είσθε ανύπαντροι, δεν θα επιθυμούσατε να είσθε εδώ να τάξετε και εσείς στον άγιο να χορέψετε στη φωτιά του και να εκπληρωθή η επιθυμία σας που ασφαλώς θα έχετε; Να λοιπόν πως αρχίζει και πως τελειώνει η ωραία θρησκευτική γιορτή τ’ Αγιαννιού στο Νησί που όσοι την ζήσουν θα τους μείνει αξέχαστη”.

ΣΤΟΥΣ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΕΣ
Μετά από λίγες ημέρες ακολουθεί άλλη ανταπόκριση στην ίδια εφημερίδα, μάλλον από άλλον ανταποκριτή που υπογράφει ως “Φώντας” και αναφέρεται στην τέλεση του εθίμου στην εκκλησία των Τριών Ιεραρχών, ο οποίος σπεύδει να δηλώσει ότι τα πουλερικά που ψήνονται είναι προσφορές γειτόνων. Και εδώ διασώζονται ονόματα σχετικά με το έθιμο: “Το απόγευμα της παραμονής, κατά το παλαιό έθιμο, στον αυλόγυρο της εκκλησίας οι ενορίτες φρόντισαν να γίνη η συνηθισμένη φωτιά. Είχαν σωρωθεί μεγάλα κομμάτια ξύλα σε σχήμα κώνου,πάντοτε υπό τις οδηγίες του ερασιτέχνου σε κάθε καλή κίνηση της εκκλησίας μας, επιτρόπου Μπαρμπαλέξη, αξίου διαδόχου του μακαρίτου Σπήλιου Ποτηροπούλου. Δεξί χέρι στη μεγαλοπρεπή εμφάνιση της φωτιάς και τον εξωτερικό στολισμό, είναι ο ευφυής ενορίτη και ρέκτης σ’ αυτές τις δουλειές κ. Γκουζούνης Γεώργιος (Βελέντζας). Ο Μπαρμπαλέξης δίδει το σύνθημα και ο Γιώργος βάζει φωτιά. Η λαμπάδα σαν γλώσσα πύρινη σιγά, σιγά γλύφει τα ξερά κλαδιά και οι φλόγες ένοιωθαν τη χαρά της μεγάλης γιορτής. Εφθαναν μεσούρανα, ήθελαν να φθάσουν στη δόξα των μεγάλων διδασκάλων της λατρείας μας, να γίνουν αίνοι, προσευχές και θυμίαμα για το μεγάλο λυτρωτή μας που οι αστέρες της τρισηλίου θεότητος τον παραστέκουν ευλαβικά. Γύρω από τη φωτιά έγιναν χοροί από νιούς και νιές, καθένας έλεγε το τραγούδι του, οι άλλοι ακολουθούσαν και τους εύχονταν του χρόνου διπλοί και ευτυχισμένοι. Πρόχειρη ψησταριά γύρω, γύρω από κότες και κοτόπουλα, δωρεές από τους γειτόνους, σκόρπιζαν την ευχάριστη κνίσσα τους, έδιναν μεγαλύτερο τόνο στη διασκέδαση”.

ΚΑΤΙ ΑΛΛΑΖΕΙ ΤΟ 1952

Μετά από 3 χρόνια και πάλι ο Πότης Λουκάκος στέλνει ανταπόκριση στην οποία όμως φαίνεται πως κάτι αλλάζει καθώς μεταξύ σοβαρού και αστείου διατείνεται ότι ο Μητροπολίτης επιτρέψει το ψήσιμο πουλερικών μόνον εν γνώσει του κατόχου των: “Ξανάφτασε πάλι τ Αγιαννιού. Είναι η γιορτή του Πολιούχου του Νησιού. Είναι ο Αγιάννης ο πιο αγαπημένος των συμπολιτών μου Αγιος. Είναι ο θαυματουργός και προστάτης των Νησιωτών. Γιαυτό και εμείς εδώ ανυπόμονα περιμένουμε νάρθη η ημέρα της μνήμης του. Γιατί ξέρετε πως δεν τον γιορτάζουμε απλά με μόνο το κερί μας ως τάμα, αλλά με μια θεόρατη φωτιά που ανάβεται την παραμονή αρωματισμένη με τσίκνα πουλερικών που άφθονα ψήνονται στους θαμώνες της φωτιάς του. Είναι βλέπετε κι αυτό μια ιδιοτροπία του Αγίου που οι Νησιώτες σπεύδουν να την εκπληρώσουν. Γι αυτό και τα βράδια της παραμονής βάρδιες-βάρδιες όλη τη νύχτα τα κοτέτσια φυλάσσονται από τους κατόχους των. Μα φέτος ο Σεβασμιότατος, όπως μούλεγε, επειδή ορισμένη κάνουν κατάχρηση του εθίμου σε απαγωγές πουλερικών, πρόκειται ν απαγορεύσει δι εξορκισμού πράξεις τέτοιες, επιτρεπομένου μόνον του ψησίματος στη φωτιά του Αγίου πουλερικών της απολύτου κατοχής και κυριότητος του κατόχου των.
Και να λοιπόν η παραμονή του Αγίου ξεφουντώνει στο Νησί κι η πόλις λαμβάνει αλλοιώτικη μεγαλοπρεπή όψι. Και σαν τ απόγευμα χτυπήσουν οι καμπάνες της Μητροπόλεώς μας που φέρει το όνομα του Αγίου, χιλιάδες μικρομέγαλων προσκυνητών μπαινοβγαίνουν στην εκκλησία για να προσκυνήσουν τη χρυσοστολισμένη εικόνα και ν ανάψουν το τάμα τους και να ζητήσουν από τον προστάτη της πόλεως Αγιο την εκπλήρωση της επιθυμίας τους. Φέτος δε εξαιρετικών χάρις στις προσπάθειες του Δεσπότη μας εις τον οποίον οφείλεται και το θρησκευτικό αυτό αριστούργημα, η πολυτελής δηλαδή της εκκλησίας εμφάνησις και ο οποίος θα χοροστατήση τόσον στον μεγάλον εσπερινόν όσον και στην θείαν λειτουργίαν, αλλά και στους ακούραστους επιτρόπους της εκκλησίας κ. κ. Β. Δημητρόπουλον, Φώτην Παπαδόπουλον, Ντίνον Θεοδωρόπουλον και Ιωάννην Κωνσταντόπουλον η γιορτή θα ξεπεράσει σε μεγαλοπρέπεια κάθε άλλη χρονιά. Ημέρες ολόκληρες κουράζονται οι φιλοπρόοδοι Νησιώτες μαζί με τον σεβάσμιον ιερέαν κ. Κ. Ντούλην και τον καλλίφωνον ψάλτην κ. Λεβέντην για να παρουσιάσουν κάτι που θα μείνη αλησμόνητον. Απειρα ηλεκτρικά λαμπιόνια και ηλεκτρικοί σωλήνες έχουν τοποθετηθή μέσα και έξω της εκκλησίας δίνοντας το φόντο αληθινού φωταγωγημένου αριστουργήματος.
Και σα η νύχτα με το πηχτό σκοτάδι αγκαλιάση την πόλι ο γέρο-Σίμος χρόνια τώρα αναφτής της φωτιάς, φορώντας τον κυανούν μπερέν του – σύμβολον της αγαθότητάς του – ραντίζει με άφθονο πετρέλαιο τους σωρούς των ξύλων που έχουν σωρευθεί στη μεγάλη της εκκλησίας αυλή και βάζη το σπίρτο κρατώντας το πρώτο κοτόπουλο, υπόπτου εννοείται προελεύσεως, το οποίον και ψήνη σαν οι πύρινες φλόγες αρχίσουν και μεταβάλουν τους κορμούς σε θράκες κι αμέσως αρχίζουν οι άλλοι και φουντώνει ο χορός και το γλέντι γύρω από τη φωτιά ως το πρωί.Να λοιπόν πως αρχίζει και πως τελειώνει η γιορτή τ Αγιαννιού που όσοι βρεθούν σ αυτή θα τους μείνει για πάντα αξέχαστη.

ΖΗΤΑ ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ

Στο ίδιο φύλλο της εφημερίδας όμως δημοσιεύεται άλλο κείμενο με υπογραφή “Ενας Νησιώτης” και ως “ιδιαίτερη ανταπόκριση” με το οποίο ζητείται “να εκλείψει η ασχήμια”, καλούνται τα όργανα της τάξης να… αγρυπνούν και αν χρειαστεί να καταργηθεί ακόμη και αυτό το έθιμο που είναι διαβρωτικό για την κοινωνία: “Ο άνθρωπος που γράφει τις γραμμές αυτές αγαπά τον τόπον του όσο τουλάχιστον και το σπίτι του.Το ίδιο αγαπά και σέβεται τας παραδόσεις του τόπου αυτού,όταν μάλιστα αυτές είναι εορταστικές και χαρμόσυνες. Θέλει να γιορτάζουν οι συμπατριώτες του και νοιώθει άμετρη χαρά όταν βλέπη να συνεχίζονται ωραία έθιμα που βοηθούν την κοινωνικήν αποστολήν του ανθρώπου και δίνουν την ευκαιρίαν της συσφίξεως των σχέσεων των ατόμων.
Αυτές οι γραμμές ήτο αναγκαίον να προταχθούν.Πρέπει να εξηγούμεθα δια να μη παρεξηγούμεθα.
Αλλά ιδού περί τίνος πρόκειται.
Εθιμο παληό στο Νησί είναι τ άναμμα της φωτιάς τ Αη Γιαννιού. Την παραμονή της γιορτής συγκεντρώνουν ξύλα στον ευρύ χώρο του πραυλίου της εκκλησίας.Και το βράδυ ανάβουν μια μεγάλη φωτιά πριν ακόμη τελειώση ο εσπερινός και πολλές φορές πριν αρχίση.
Η φωτιά αυτή καθ εαυτήν, χωρίς να προξενή κακό, προσθέτει ένα στοιχείο γραφικότητος στην όλη εορτή. Γίνεται εκεί ένα κακό υπό τους οφθαλμούς μάλιστα όλης της κοινωνίας και των αρχών.
Δηλαδή επιτήδειοι νεαροί αλλά και ώριμοι άνδρες επιδίδονται και συναγωνίζονται μάλιστα στο να αρπάζουν κότες απ τα κοτέτσια των γειτονικών σπιτιών αλλά και των απομακρυσμένων,τις οποίες ψήνουν στη θράκα της μεγάλης φωτιάς και ύστερα τη συνοδεία ξανθής ρετσίνας επιδίδονται εις ευωχίαν η οποία διαρκεί όσο τουλάχιστον και η φωτιά.
Ετσι δημιουργείται μια “κλεφτοκοτάδικη” παράδοσις και μαζί μια τάξις ανθρώπων νέων συνήθως που τα τελευταία χρόνια τροφοδότησε αρκετά το στρατόπεδον των εγκληματιών, οι “κλεφτοκοτάδες”.
Τα ευφάνταστα παιδιά του αγρού που παρακολουθούν το έθιμο αυτό νομίζει κανείς πως ονειρεύονται.Πως θα μπορέσουν κι αυτοί να κάμουν το ίδιο που κάνουν οι πεπειραμένοι “κλεφτοκοτάδες” σκέπτονται.Και στοιχηματίζω ότι πολλές νύχτες χάνουν τον ύπνο τους με το να καταστρώνουν σχέδια για του χρόνου ή και για γρηγορότερα αν δοθή η ευκαιρία (Συνεννοούμεθα…).
Το κακό δεν είναι αθεράπευτο. Και το έθιμο μπορεί να διατηρηθή και η ασχήμια να λείψη.Και πρέπει να λήψη η ασχήμια. Με κάθε τρόπο τα όργανα της τάξεως πρέπει να αποτρέψουν το κακό.
Αλλά αν είναι τούτο αδύνατο τότε δεν διστάζω να είπω ότι είναι προτιμότερον να εκλείψει το έθιμο, που δεν λέει και πολλά πράγματα από λαογραφικής απόψεως, και μαζί μ αυτά και η ασχήμια.
Ασ μην νομισθή ότι υπολογίζω την υλικήν ζημίαν που γίνεται. Οχι, υπολογίζω την ηθικήν. Και είναι ντροπή σε μια πόλι με τόσο αυστηρές ηθικές αρχές να γίνεται ένα τέτοιο κακό. Και μάλιστα επισήμως.
Πρέπει να λείψει η ασχήμια. Οι αρμόδιοι έχουν το λόγο”.

ΤΟ ΤΕΛΟΣ
Φαίνεται όμως ότι οι πιέσεις δεν έπιασαν και… πολύ τόπο καθώς το έθιμο εμφανίζεται και πάλι στις εφημερίδες το 1959 και μάλιστα με πανομοιότυπο κείμενο του Πότη Λουκάκου στο “Θάρρος” την παραμονή τ’ Αγιαννιού. Το τέλος του εθίμου πρέπει να ήρθε κάποια χρόνια αργότερα, όχι τόσο γιατί υπήρχαν τοπικοί παράγοντες που αντιδρούσαν και πίεζαν για παρέμβαση του Μητροπολίτη, όσο και γιατί η ζωή και οι συνθήκες άλλαξαν ριζικά. Δεν “χάθηκε” μόνο το έθιμο αλλά και τα… κοτέτσια, η αγροτική κοινωνία και κάποια από τα αρχέγονα έθιμά της σαρώθηκαν στο πέρασμα του χρόνου και έμειναν μακρινή ανάμνηση για κάποιους που τα πρόλαβαν έστω και στη δύση τους…
Ενα δημοσίευμα σε περιοδικό της δεκαετίας του 1960 που αναφέρεται στα έθιμα της Μεσσήνης και υπάρχει στο αρχείο Φερέτου χωρίς χρονολόγηση και υπογραφή (αν και το περιεχόμενο… προδίδει χείρα Λουκάκου), συνοψίζει το έθιμο ως εξής: “Ενα παλιό Νησιώτικο έθιμο που πολύ εντυπωσιάζει, είναι η “Μεγάλη φωτιά τ’ Αγιαννιού”. Ανάβεται την παραμονή της εορτής του Αγίου Ιωάννου στην πλατωσιά της ομώνυμης εκκλησίας, μετά την τέλεση του Εσπερινού. Πάνω στη θράκα της ψήνονται πουλερικά, κατά κανόνα απαράβατο ύποπτης προελεύσεως. . Γύρω απ’ αυτήν στήνουν χορό νέοι και νεάνιδες. Σε κάθε χορό συρτό ή τσάμικο, υπό τους ήχους της πίπιζας και του νταουλιού ή γύφτικου κλαρίνου, προσφέρεται στους χορευτές μεζές και κρασί. Ετσι εν μέσω της τσίκνας των ψηνομένων πουλερικών και αδιαπτώτου κεφιού, ο χορός συνεχίζεται μέχρι των πρωινών ωρών. Και όχι λίγες φορές τελειώνει με τον χορό του Ησαΐα και αποκατάσταση ανυπάντρων”.

ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Ο στιγματισμός για τους «κλεφτοκοτάδες» πρέπει να ήταν μεγάλος γιατί όπως μου έχει αναφέρει ο πατέρας μου η χειρότερη βρισιά εκείνη την εποχή ήταν να τον πεί κάποιος «κλεφτοκοτά».
  • Ηλίας Μπιτσάνης Εδώ ήταν κλεφτοκοτάδες κατ’ έθιμον…
    ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Πραγματικά κατ΄έθιμον αλλά πιστεύω ότι προέρχεται από την παραδοσιακή λογική του ζωοκλέφτη που λέει ότι το ξένο είναι πιο γλυκό ή πάντοτε κλέπτουν ο ένας του άλλου τα ζώα και όχι τα δικά τους ή οποία χάθηκε καθώς η κοινωνία «εκσυγχρονίστηκε»…

 

Προβολή Σχολίων