Η Μπούκα (και το λιμάνι) έχει τη δική της ιστορία

Μπούκα, μάλλον δεκαετία του 1930, άνθρωποι στην πρόχειρη αποβάθρα και άλλοι στη βάρκα, έτοιμοι να επιβιβαστούν σε μεγαλύτερο πλοίο ή να ταξιδέψουν με βάρκες. Πρόκειται για μια εικόνα που έφθασε μέχρι και τη δεκαετία του 1950, όταν ακόμη οι χερσαίες συγκοινωνίες ήταν υποτυπώδεις και οι θαλάσσιοι δρόμοι εξυπηρετούσαν τη σύνδεση των παραλιακών περιοχών.
Ιδιαίτερη άνθηση γνώρισαν οι ακτοπλοϊκές συγκοινωνίες πριν την κατασκευή του σιδηροδρομικού δικτύου (1891), καθώς δεν υπήρχε άλλος τρόπος μετακίνησης σε μεγάλες αποστάσεις. Τα ατμόπλοια με αφετηρία τον Πειραιά πολλές φορές έκαναν το γύρο της Πελοποννήσου ή έφθαναν μέχρι ένα “λιμάνι” της εποχής και ξαναγύριζαν. Στο Νησί τα ατμόπλοια έδεναν στα ανοιχτά και οι επιβάτες μετακινούν με βάρκες.
Αλλά ακόμη και πολλά χρόνια μετά τη λειτουργία σιδηροδρόμου, συνεχιζόταν η ακτοπλοϊκή συγκοινωνία. Χαρακτηριστική είναι η διαφήμιση το Μάιο του 1909 στην εφημερίδα “Εμπρός” που αναφέρει: “Δρομολόγιον ελληνικής ατμοπλοΐας Γουδή – Αναχωρήσει εκ Πειραιώς” Πέμπτην 8 μ. μ. δια Καψάλιον, Εληάς, Γύθειον, Γερολιμένα, Μέζαπον, Λιμένιον, Σελίνιτσαν, Καρδαμύλην, Καλάμας, Νησίον”.
ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΥΣΑΝΙΑ ΣΤΟ… ΜΟΡΟΖΙΝΙ
Η μετακίνηση με το θαλάσσιο δρόμο στην περιοχή ήταν γνωστή από την αρχαιότητα. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι στα “Μεσσηνιακά” ο Παυσανίας αναφέρει ότι ο Πάμισος “ἀναπλεῖται ναυσὶν ἐκ θαλάσσης ἐπὶ δέκα που σταδίους”. Δηλαδή ο Πάμισος ήταν πλωτός σε βάθος 10 σταδίων, δηλαδή περίπου 2 χιλιομέτρων, κάπου στη σημερινή γέφυρα (1 στάδιο αντιστοιχούσε σε 195,15 μέτρα).
Το Νησί και ο Πάμισος αποτέλεσαν ασφαλές λιμάνι, γεγονός που αποτυπώθηκε στους πρώτους χάρτες που συντάχθηκαν και χρησιμοποιούσαν ναυτικοί και έμποροι ήδη από το 1560 (αρχικά από τον Τζιάκομο Γκαστάλντι και στη συνέχεια πό όλους τους γνωστούς ευρωπαίους χαρτογράφους). Εκεί η πόλη εμφανίζεται ως Calonisi, πιθανόν εξ αιτίας του γεγονότος ότι τα πλοία για να προφυλαχθούν από τη θαλασσοταραχή μπορούσαν να μπαίνουν στον Πάμισο.
Οι Ενετοί του Μοροζίνι έχοντας χαρτογραφήσει την περιοχή, κατέλαβαν το Νησί το 1686 όπως γράφει ο Κωνσταντίνος Σάθας: «Απριλ. 2 την μεγάλη παρασκευή ήρθε αφέντης ο καπετάν γενεράλες από τη Μάνη με νίκη μεγάλη και εχάλασε και το νησί του Τρίζαλα με κάτεργα είκοσι τρία λιγνά».
Σε λίγες λέξεις αποκαλύπτεται μπορούμε να πιθανολογήσουμε τον τρόπο με τον οποίο κατέλαβαν οι Ενετοί το Νησί που δέσποζε στον κάμπο. Με 23 μικρές γαλέρες με λεπτό σκαρί (έτσι ακριβώς περιγράφει ο Κριαράς στο Μεσαιωνικό Λεξικό τη φράση «κάτεργο λιγνό») μπήκαν στον Πάμισο, έφθασαν κοντά στην πόλη και την κατέστρεψαν. Μπήκαν στον Πάμισο χρησιμοποιώντας τα κατάλληλα καράβια για να αποβιβάσουν το στρατό πριν οι Τούρκοι προλάβουν να συνταχθούν στρατιωτικά. Ενδεχομένως η λέξη «χάλασε» το Νησί του Τρίζαλα να σημαίνει και εξόντωση του μουσουλμανικού πληθυσμού, ο οποίος ασφαλώς δεν εξαφανίστηκε ως διά μαγείας και ειδικά σε μια περιοχή στην οποία δεν είχε δυνατότητα μετακίνησης σε τουρκοκρατούμενες περιοχές. Η πόλη αποκαλείται Νησί του Τρίζαλα, σε άλλη εκδοχή Δρίζαγα, από το όνομα του Ιαρίς Αγα που διοικούσε την περιοχή σύμφωνα με πολλές πηγές εκείνης της εποχής. Εχει σημασία ότι το ονόμαζαν “Νησί” του Δρίζαγα και όχι “Δρίζαγα” όπως διατείνονται κάποιοι ανιστόρητα.
ΔΕΥΤΕΡΗ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ
Στη δεύτερη τουρκοκρατία, όπως αναφέρεται σε εργασία του Β. Κρεμμυδά, μετά το 1730 αρχίζει η γαλλική κυριαρχία στο εμπόριο καθώς οι Γάλλοι εγκαθίστανται ελεύθερα “σε όλες τις σκάλες της τουρκοκρατούμενης περιοχής”. “Σκάλα” δηλαδή μικρό λιμάνι διέθετε και το Νησί, από το οποίο πλέον είχαν αρχίσει να γίνονται εξαγωγές νέων προϊόντων της περιοχής, όπως τα σύκα.
Μια ακόμη αναφορά στο πλωτό του Παμίσου έχουμε από το Γάλλο πολιτικό και συγγραφέα Σατωμπριάν ο οποίος έφθασε στο Νησί το 1805 αλλά ατύχησε γιατί το ποτάμι είχε λίγο νερό και η βάρκα “κάθησε” στην άμμο: “Επιβάς μετά του νέου μου Γιαννιτσάρου, επί του ακατίου, όπερ έμελλε να μετακομίει εις τας προ ςτο βάθος του Μεσσηνιακού Κόλπου εκβολάς του Παμίσου, αφίχθην μετά τινας ώρας τερπνοτάτου διάπλου εις την κοίτην ενός μεγίστου ποταμού, όστις τόσον λίγος έρρεεν ώστε κάθησε το μικρό ημών σκάφος. Ο Γιαννίτσαρος επορεύθη αναζητών ίπους εις Νησίον, μέγα χωρίον τρία ή τέσσερα από των εκβολών του Παμίσου μίλια απέχον”.
Ο ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ ΣΤΗ ΜΠΟΥΚΑ
Στη Μπούκα αποβιβάζεται ο Καποδίστριας το 1828, πριν ακόμη φύγει ο Ιμπραήμ από την Πελοπόννησο και παραδοθούν τα Μεσσηνιακά φρούρια. Ο Κυβερνήτης επέβαινε στο ιστορικό πολεμικό πλοίο “Αζοφ” που ήταν η ρωσική ναυαρχίδα στη ναυμαχία του Ναβαρίνου, στο οποίο βρισκόταν και ο Χέυδεν. Η “Γενική Εφημερίς” γράφει: “Το παρελθόν Σάββατον 7 Ιουλίου, περί το δειλινόν έφθασεν ο Εξοχώτατος Κυβερνήτης επί του ρωσικού δικρότου Αζόφ εις τας εκροάς του Παμίσου (Μπούκα του Νησίου). Την επαύριον ο Εκτακτός Επίτροπος Κάτω Μεσσηνίας κύριος Γ. Ψύλλας μετά του στρατηγού Νικήτα υπήγαν να προσφέρουν τους σεβασμούς των. Ευρόντες δε την Αυτού Εξοχότητα επί ποδός δια να επισκεφθή την παράλιον κωμόπολιν της Δυτικής Σπάρτης, Αρμυρόν, τον ηκολούθησαν κατά διαταγήν του”. Την 9 Ιουλίου ο Καποδίστριας επέστρεψε από το Αρμυρό και απεβιβάσθη στην Μπούκα, αφού απεχαιρέτησε τον Ρώσον ναύαρχον Χέυδεν. Συνοδευόμενος από τον Ψύλλα, τον Νικηταρά και την μικρή ακολουθία του “διέβη δια των ερειπίων του Νησίου και της Μικρομάνης και υπήγε να περάση την νύκτα εις Φρουτζάλαν (Θουρία”, έδραν του Εκτάκτου Επιτρόπου Ο Καποδίστριας έφθασε πάλι στο Νησί στις 26 Μαρτίου 1929 όπου ασχολήθηκε με την επίλυση τοπικών προβλημάτων, αυτή τη φορλα από το χερσαίο δρόμο.
Τρία χρόνια αργότερα, ο Γάλλος αξιωματικός Ζαν Λουί Λακούρ σε έκθεση που συντάσσει αποκαλύπτει ότι οι Γάλλοι είχαν κατασκευάσει λιμάνι στον Πάμισο πολύ κοντά στο Νησί, αλλά είχε παραμεληθεί: “Σήμερα το πιο μικρό καΐκι θα εξώκειλε στι εκβολές του Παμίσου. Εχει γεμίσει αμμώδεις υφάλους. Θα ήταν εύκολο να τον κάνουν πλωτό μέχρι το λιμάνι των πλοίων που φτιάξαμε σε πολύ κοντινή απόσταση από το Νησί. Αυτό το μεγάλο χωριό θα γινόταν σε λίγα χρόνια μια πλούσια πόλη, και, ως αποθήκη, θα είλκυε στην αγορά της τα προϊόντα αυτής της ωραίας πεδιάδας”.
Στη συνέχεια, όπως αναφέρει ο Μίμης Φερέτος στα “Μεσσηνιακά Νέα”, το 1834 συνεστήθη στο Νησί Τελωνείο, η διεύθυνση του οποίου ανατέθηκε στον παλαιό αξιωματικό του Αγώνα και μετέπειτα δήμαρχο Εμμ. Δαρειώτη. Η ανάπτυξη του Λιμανιού του Νησιού μαρτυρείται και με στοιχεία που δείχνουν ότι είχαν δημιουργηθεί και οι ανάλογες υπηρεσίες. Ετσι είχε δημιουργηθεί θέση “υγιεινολιμενάρχη” το 1832 στην οποία είχε τοποθετηθεί ο παλαιός αγωνιστής Ηλ. Μυλωνόπουλος.
ΕΜΠΟΡΙΚΑ ΣΥΜΒΟΛΑΙΑ
Ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την εμπορική κίνηση στη Μπούκα δίνουν συμβολαιογραφικές πράξεις του 1835 (έκδοση ΓΑΚ Μεσσηνίας:
– “Ο Τομάζος Μ. Ματζουκάτος, πλοίαρχος από Βενετία, εξουσιαστής τραβάκολου ονομαζόμενου “Beliggioso”, ο Θρησκευτικός, με σημαία Αυστριακή, 78 τόνων, ευρισκόμεον ήδη αγκυρωμένου στο λιμένα της Πύλου, δίδει “εις ναύλον” αυτό στο Γεώργιο Βρετό, έμπορο, κάτοικο Νησίου, για ταξίδι κατευθείαν από Μπούκα Νησίου για “Τριέστιον”, με τη συμφωνία να φορτώσει ο ναυλωτής σ’ αυτό σύκα των επαρχιών Μεσσήνης και Καλαμών αυτού του έτους, “τζαπέλες” 80.000, και να του πληρώσει, μετά την εκφόρτωση σύκων “εις Τριέστιον”, “φιορίνια της Αυγούστης πέντε και τρία τέταρτα την κάθε χιλιάδα”.
– “Ο Γεώργιος Αποστολόπουλος Λεκαδίτης και ο Χριστόδουλος Τυρηνός, έμποροι κάτοικοι Νησίου, συμφωνούν να πωλήσει ο πρώτος στο δεύτερο “ως έγγιστα εξ χιλιάδας λίτρας χονράς βενετικάς βαλανίδιον” να παραδώσει και να μετακομίσει ο πωλητής τη μισή ποσότητα, που ήδη έχει στο Νησί, στον αιγιαλό Μπούκας ή στο Πεταλίδι για να φορτωθεί σε πλοίο”.
ΟΙ ΕΞΑΓΩΓΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΜΠΟΥΚΑ
Μετά από δεκαετίες, στα τέλη του 1878 η εφημερίδα “Αριστόδημος” σε σχετικό πίνακα δίνει μια εικόνα της εμπορικής κίνησης των λιμανιών της Καλαμάτας και του Νησιού: “Σημείωσις των απ’ αρχής ενεστώτος έτους μέχρι 20 Δεκεμβρίου εξαχθέντων και μεταφερθέντων εκ των λιμένων Καλαμών και Νησίου σύκων και σταφιδοκάρπου”.
Από την Καλαμάτα έγινε εξαγωγή 127.847 στατήρων και 6 οκάδων σύκων, και 11.663.314 εκατομμυρίων ενετικών λιτρών σταφίδας. Ενώ μεταφέρθηκαν 2.111 στατήρες και 30 οκάδες σύκα, και 681.018 ενετικές λίτρες σταφίδας.
Από το Νησί έγινε εξαγωγή 30.323 στατήρων και 14 οκάδων σύκων, και 1.647.806 ενετικών λιτρών σταφίδας. Ενώ μεταφέρθηκαν 3.831 στατήρες και 36 οκάδες σύκα, και 2.430.684 ενετικές λίτρες σταφίδας”.
[1 στατήρας αντιστοιχούσε σε 44 οκάδες και 1 οκά σε 1.282 γραμμάρια – 1 ενετική λίτρα αντιστοιχούσε σε 477,5 γραμμάρια]
Από τα στοιχεία είναι προφανές ότι η Καλαμάτα είχε εξελιχθεί σε εξαγωγικό κέντρο πολύ πριν κατασκευαστεί το λιμάνι της (1901), ως συνέχεια της εμπορικής δραστηριότητας την εποχή τη δεύτερης τουρκοκρατίας αλλά και ως εκ της ανάδειξης της σε διοικητικό κέντρο.
ΣΤΗ ΜΠΟΥΚΑ Ο ΚΟΥΜΟΥΝΔΟΥΡΟΣ
Τον Απρίλιο του 1879 έφθασε με ατμόπλοιο στη Μπούκα ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος: “Την 5ην ώραν μ. μ. της παρελθούσης Παρασκευής άπασαι αι αρχαί των Καλαμών και Μεσσήνης, ως και ικανόν πλήθος λαού κατείχον την παραλίαν Μεσσήνης και ανέμενον τον κ. πρωθυπουργόν. Προ της 6ης εφάνη το ατμόπλοιον. Την 6ην δε μ .μ. ακριβώς απέβη εις την παραλίαν ο κ. πρωθυπουργός μετά του υπουργού των Εκκλησιαστικών κ. Αυγερινού και της συνοδείας του. Ενθουσιώδης εγένετο υποδοχή κατά την απόβασιν και πολλοί προσηγόρευσαν αυτώ, ο δε κ. Γεωργ. Μπουρατίνος δικηγόρος εν Καλάμαις, δημότης Παμίσου απήγγειλε σύντομον προσλαλιάν, δι’ ής ανωμολόγησε την ορθότητα των πολιτικών αρχών του κ. Κουμουνδούρου και εξεδήλωσε θερμάς επιδοκιμασίας δια την μέχρι τούδε φιλοπάτριδα και ενάρετον πολιτείαν αυτού”.
ΤΟ ΚΟΥΛΝΤΟΥΚΙ… ΛΙΜΑΝΙ
Την άνοιξη του 1882 έχει μεταβληθεί η εκβολή του Παμίσου στη θάλασσα και η εφημερίδα “Πάμισος” ρίχνει την ιδέα να κατασκευαστεί λιμάνι στο κουλντούκι: “Παρά την παραλίαν Μεσσήνης, όσον δώδεκα μέτρων μακράν αυτής, κείται εκτεταμένη λίμνη, κουλτούκι καλουμένη, έχουσα βάθος από δύο μέχρις οκτώ μέτρων. Η λίμνη αύτη χωρίζεται από τη ςθαλάσσης δι’ άμμου. Εις ταύτην μέχρι του παρελθόντος έτους εισέβαλεν ο ποταμός Πάμιος και εκείθεν εχύνετο προς την θάλασσαν. Ηδη ο ποταμός μεταβαλών διεύθυνσιν εκβάλλει προς την θάλασσαν κατ’ ευθείαν, και μόνον μέρος αυτού εισβάλλει εις αυτήν. Η λίμνη αύτη ευκόλως δύναται να μετασχηματισθή εις λιμένα κατά την γνώμην ειδημόνων ανδρών και πολλών πλοιάρχων. Εν αυτή ήδη δύνανται να παραμείνωσι αφόβως μικρά πλοιάρια. Η μόνη υπάρχουσα δυσκολία είναι το στόμιον αυτής, δι’ ού συγκοινωνεί μετά της θαλάσσης, όπερ, όταν πνέωσι νότιοι δυνατοί άνεμοι, σμυκρύνεται ή κλείεται υπό της άμμου. Αν λοιπόν κατορθωθή δια της τέχνης να εξασφαλισθή το στόμιον τούτο, η λίμνη αύτη έσεται τα μάλα χρήσιμος εις την εμπορικήν ανάπτυξιν του τόπου, διότι τότε η τε φόρτωσις και εκφόρτωσις διευκολύνεται τα μέγιστα. Η δυσκολία αμφοτέρων τούτων είναι η αιτία της καταστροφής του τοπικού εμπορίου. Το Λιμενικόν Ταμείον διατήθησι περί τας 500.000 δραχ. προς κατασκευήν λιμένος. Τας πληροφορίας ταύτας δίδομεν προς εκείνους, οίτινες ως εκ των γνώσεων αυτών δύνανται δι’ επιτοπίου μελέτης να συντρέξωσι τα προς τον ανωτέρω σκοπόν σχεδιαγράμματα και προϋπολογισμούς και τους δυναμένους να πραγματοποιήσωσι ταύτα. Η Λιμενική Επιτροπή θέλει υποστηρίξη ευθύμως την εκτέλεσιν των έργων τούτων”.
ΕΝΑ ΛΙΜΑΝΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΓΙΝΕ
Μια ισχυρή μερίδα Νησιωτών ήδη πίεζε για την κατασκευή του λιμανιού και κατάφερε τελικά να γίνει η δημοπρασία και να αναδειχθεί μειοδότης στα τέλη του 1904: “Ενεργηθείσης μειοδοτικής δημοπρασίας εν Αθήναις δια την κατασκευήν νέου λιμένος εν Μεσσήνη παρά τας εκβολάς του Παμίσου ενεκηρύχθη μειοδότης ο κ. Μάτσας μειοδοτήσας 29% της προϋπολογισθείσης δαπάνης εφ’ ενός εκατομμυρίου 275 χιλιάδων δραχ. δια την κατασκευήν του λιμένος. Τα πρακτικά της δημοπρασίας ταύτης εγκριθέντα υπό του υπουργείου παραδόξως δεν εκοινοποιήθησαν εις τον ανάδοχον κ. Μάτσαν, διαταγή του κ. πρωθυπουργού ανασταλείσης της κοινοποιήσεως της εγκρίσεως”.
Δεν γνωρίζουμε γιατί ο τότε πρωθυπουργός (Θεοτόκης ή Δηλιγιάννης δεν γνωρίζουμε γιατί το δημοσίευμα γίνεται περίπου τις ημέρες τις κυβερνητικής μεταβολής) “μπλοκάρισε” τη ανάδειξη μειοδότη. Εκείνο που γνωρίζουμε όμως είναι ότι ο Μάτσας ήταν ο ανάδοχος του λιμανιού της Καλαμάτας αλλά δεν μπόρεσε να το ολοκληρώσει και χρειάστηκε να κληθεί γαλλική εταιρεία για να γίνει κατορθωτό.
Ο θεμέλιος λίθος πάντως ποντίζεται το Μάιο του 1906: “Χθες εν τη Παραλία της Μεσσήνης εις τας εκβολάς ακριβώς του Παμίσου εγένετο η κατάδυσις του θεμελίου λίθου του ανεγειρομένου λιμένος […] Από πρωίας ενωρίς ο κόσμος παντός είδους και ποιότητος ήρχισεν να συρρέει. Η κίνησις της από της πόλεως εις την παραλάιν οδού ήτο ασυνήθης. Ολα τα πέριξ μέρης της εκβολής είχον καταπλημμυρισθή από τα πλήθη του κόσμου. Ολη σχεδόν η πόλις είχεν κατέλθει εις την παραλίαν”. Στην ομιλία του ο γιατρός Γεώργιος Αναστασιάδης μέλος της Λιμενικής Επιτροπής ανέφερε μεταξύ άλλων ότι “η πραγμάτωσις του έργου οφέιλεται εις τον βουλευτήν της επαρχίας κ. Σπυρ. Κουμουνδούρον, ο τόπος εχάραξε χρυσοίς γράμμασι το όνομα του κ. Κουμουνδούρου εις το βιβλίον των ευεργετών του, Και εν τέλει με μίαν αποστροφήν προς τους μηχανικούς κ. κ. Μάτσαν και Μοσχίδην εις την υπέρ της προόδου του τόπου μέριμναν των ευελπιστεί εις άκρον, επεράτωσε τον λόγον του”.
Στη συνέχεια ο Μάτσας όπως και στην Καλαμάτα εγκατέλειψε το έργο, το ανέλαβε ο Χρ. Μασουρίδης που δεν το τελείωσε ποτέ, βρισκόταν σε διαρκή διαμάχη με τη λιμενική επιτροπή, αναπτύχθηκαν ζωηρές αντιθέσεις στο Νησί και ο Μοσχίδης καταγγέλθηκε ότι κάλυπτε τις πρακτικές του Μασουρίδη. Ο οποίος ζήτησε και πήρε εκβιααστικά δάνειο από το… Λιμενικό Ταμείο Μεσσήνης και φθάσαμε μέχρι το Φεβρουάριο του 1912 όταν βυθίστηκε η μπίγα: “Η εκτέλεσις των εν Μπούκα λιμενικών έργων προχωρούσα σχεδόν κανονικώς από πενταμήνου περίπου, αφ’ ής δηλαδή η Λιμενική Επιτροπή εχορήγησε δάνειον εις τον εργολάβον, προκαλεί και πάλιν την προσοχήν της δημόσιας γνώμης εν τη γείτονι. Και τούτο διότι η βύθισις των ογκολίθων, η αποτελούσα το κυριότερον μέρος της εργασίας, έχει διακοπή από δεκαπενθημέρου, ένεκα της καταστροφής του μεγάλου μηχανήματος (μπίγας), συμβάσης ένεκεν θαλασσοταραχής. Μετά την βλάβην αυτήν, ήτις κατέστησεν άχρηστον το κυριώτερον μηχάνημα του εργολάβου, ούτος διλεκοψε την εργασίαν και ήλθε εις συνεννοήσεις μετά ιδιοκτητών τοιούτων μηχανημάτων εν Πειραεί, Βόλω και αλλαχού δια την υπ’ ενοικίω προμήθειαν ετέρου. Δυστυχώς η ζητηθείσα τιμή δηλαδή 200 δραχμές ημερησίως, είναι τόσον υπέρογκος ώστε να μη αποβαίνει δυνατή η προμήθεια μπίγας και εντεύθεν η διακοπή των εργασιών παρατείνεται αορίστως επί ζημία προφανεί του όλου έργου. Οι Νησιώται έχοντες πάντοτε την γνώμην ότι ο εργολάβος κ. Μασουρίδης δεν εμπνέεται από την καλλιτέραν θέλησιν δια την περάτωσιν των εργασιών, υποθέτουν και εν τη περιπτώσει ταύτη μολονότι πρόκειται περί ατυχήματος, εις θεομηνίαν οφειλόμενον, ότι ούτος ηδύνατο να προβλέψη ενδεχομένην τοιαύτην δυσχέρειαν εν πάση δε περιπτώσει νομίζουν ότι εφ΄όσον υπέπεσαν εις παράβασιν της δευτέρας εκ του δανείου συμβάσεως, πρέπει να κηρυχθεί έκπτωτος ο εργολάβος […] Οι εν τη Λιμενική Επιτροπή φρονούν ότι είναι αναγκαία πάσα νόμιμος κατά του εργολάβου πίεσις όχι όμως και η έκπτωσις διότι αύτη θα εσήμαινεν ανυπολόγιστον ζημίαν των λιμενοϋδραυλικών έργων ένεκα της αορίστως παραταθησομένης διακοπής των εργασιών”.
Προκλήθηκε νέα αναστάτωση στο Νησί που διχάστηκε σχετικά με το τι πρέπει να γίνει, ο Μασουρίδης πρότεινε να εκτελέσει άλλα… υδραυλικά έργα στον Πάμισο για να… ισοφαρίσει, ήρθαν η πόλεμοι και το από το “λιμάνι” έμειναν μέχρι πριν 30 περίπου χρόνια οι ογκόλιθοι στην ακτή και η τοποθεσία “Λιμενικά” ως δημοτική έκταση.
ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΑΠΟΒΑΘΡΑΣ
Και για να επιστρέψουμε στην αφετηρία, το 1933 η Λιμενική Επιτροπή αποφάσισε να κατασκευάσει αποβάθρα για την εξυπηρέτηση επιβατών και εμπορευομένων: “Κατόπιν ενεργειών της Λιμενικής Επιτροπής Μεσσήνης υπεγράφη η σύμβασις της κατασκευής αποβάθρας εις την παραλίαν της Μεσσήνη (Μπούκα) με ανάδοχον του έργου τον κ. Αχιλ. Κωστόπουλον και επί τη βάσει μελέτης του μηχανικού κ. Κωνσταντίνου. Το έργον τούτο είναι εξαιρετικής σημασίας, θα εξυπηρετήση δε κατά πολύ την περιφέρειαν Μεσσήνης”.

[Η φωτογραφία από το λεύκωμα των ΓΑΚ Μεσσηνίας για το Νησί]

Προβολή Σχολίων