Νησιώτικο πανηγύρι, 1955

Ο Μπάρμπα- Νιόνιος ο Κατσούλης με τα ανίψια του , τον Χρήστο και τον Κώστα στο Πανηγύρι της Μεσσήνης γύρω στα 1955. Στο βάθος, ο κόσμος συνωστίζεται μπροστά στις παράγκες που βρίσκονται στο Βόρειο μέρος της πλατείας. Αριστερά το μεγάλο κτήριο είναι το Γυμνάσιο . Το Νησιώτικο πανηγύρι – τα εννιάμερα όπως το λέγανε τότε – κράταγε εννιά ημέρες και ήταν μια μεγάλη γιορτή για μικρούς και μεγάλους, για τo Νησί και για όλη τη γύρω περιοχή. Ικανοποιούσε όλα τα γούστα και κάλυπτε πολλές ανάγκες, θρησκευτικές, εμπορικές, ψυχαγωγικές. Μέρα και νύχτα.
Αν δει κάποιος το πανηγύρι από μακριά φαίνεται ότι για πολλά χρόνια παραμένει το ίδιο. Οι εικόνες όμως που αποτυπώνονται στο μυαλό του καθενός μας δεν είναι ίδιες. Εξαρτώνται από την εποχή, από την ηλικία του παρατηρητή, από την οπτική γωνία που βλέπει τα πράγματα. Αλλιώς τα βλέπει ο μεγάλος, αλλιώς τα βλέπει το παιδί, αλλιώς τα βλέπει ο Νησιώτης , αλλιώς τα βλέπει ο χωριάτης. Οι πιο πολλές, οι πιο ζωηρές, οι πιο φανταχτερές, είναι οι εικόνες των παιδικών μας χρόνων. Νοσταλγικές και γεμάτες συναισθήματα. Τέτοιες είναι και οι εικόνες από το Νησιώτικο πανηγύρι. Την εποχή που είμαστε παιδιά, εκεί στις αρχές της δεκαετίας του ’60, πολλά έχουμε να θυμηθούμε από το πανηγύρι, όπως τα ζήσαμε η όπως τα θυμόμαστε από τις διηγήσεις των μεγαλυτέρων. Πολλοί στο χωριό μας ( Αβραμιού) περίμεναν τη κάθοδο της εικόνας και το πανηγύρι. Ο καθένας είχε του λόγους του. Τά παιδιά είχαν τους δικούς τους και το περίμεναν με αγωνία και λαχτάρα. Οι αγρότες είχαν πουλήσει σύκα και κάνα φόρτωμα σταφίδα και είχαν κάνει το κουμάντο τους. Λίγοι όμως ήταν εκείνοι που θα δίνανε και το απαραίτητο χαρτζιλίκι στα παιδιά τους . Έτσι τα περισσότερα έπρεπε να φροντίσουν μόνα τους. Όσοι είχανε κουμπαρά τώρα ήταν η ευκαιρία να τον ανοίξουνε. Οι περισσότεροι είχαν μαζέψει τσάμπουρα ( ότι απομένει από το τρύγο). Φτιάχνανε το δικό τους αλωνάκι και πουλούσαν μόνοι τους τη σταφιδούλα τους, στο μικροέμπορο του χωριού. Σημαντική η προσπάθεια, τους έδινε αυτοπεποίθηση και ανεξαρτησία . Κάποιοι άλλοι τα βλέπουν τα πράγματα διαφορετικά. Προτιμούν την εύκολη λύση, αν και ριψοκίνδυνη. Καβατζάρουν κανά μισοτσούβαλο σταφίδα από το σωρό του πατέρα τους και το πουλάνε κρυφά. Και όλα αυτά γιατί; Για να πάνε στο Πανηγύρι! Μετά την απελευθέρωση, όταν άρχισαν να εξομαλύνονται τα πράγματα, πηγαίνανε στο Νησί με τα πόδια ,με άλογα και γαϊδούρια, αλλά και με το φορτηγό του Βρυώνη που είχε πάγκους στη καρότσα του, δεξιά και αριστερά , για τους επιβάτες. Μετά μπήκαν στη συγκοινωνία εκείνα τα μακρυμούρικα λεωφορεία και αργότερα το 1960 ήρθαν τα πιο μεγάλα και σύγχρονα, τα πούλμαν που μοιάζουνε με τα σημερινά. Πολύς κόσμος μετακινείτο με αυτά στις μέρες του Πανηγυριού. Το πρωί της 20ης Σεπτεμβρίου η πλατεία του χωριού γέμιζε κόσμο που περίμενε τη συγκοινωνία. Το μεγάλο μας άγχος ήταν μήπως και δεν χωρέσουμε. Όταν ερχότανε το λεωφορείο στη πλατεία και άνοιγε τις πόρτες του, ορμάγανε όλοι μέσα και στοιβαζόντουσαν σα σαρδέλες. Ούτε να ανασάνεις δεν μπορούσες. Πολλοί μένανε απέξω, αλλά ξαναρχότανε και τους έπαιρνε και αυτούς. Μια φορά εκείνη την εποχή, καμιά δεκαριά Αβραμιαίοι αποφάσισαν να πάνε όλοι μαζί με τα αλόγα τους στο πανηγύρι. Έτσι για φιγούρα. Το μάθαμε και πρωί –πρωί ,πολλά παιδιά μαζευτήκαμε στη πλατεία του χωριού. Εκεί συγκεντρώθηκαν και οι καβαλάρηδες με τα άλογα τους στολισμένα, φορώντας τα γκέμια τους με τις φούντες και τα ματόχαντρα και στρωμένα τα σαμάρια τους με πολύχρωμα κιλίμια. Τα καλύτερα άλογα ήταν του Μπαμπά-Νιόνιου του Κατσούλη, του Μίμη του Κολλια και του Γιάννη του Δημητρακόπουλου του Κατσαρου, αλλά απόκοντα έρχονταν και τα υπόλοιπα.
Στο Νησί η περιφορά της εικόνας ήταν κάτι πρωτόγνωρο για τα παιδικά μάτια. Όλοι στολισμένοι. Οι παπάδες με τα ιερά τους άμφια. Ο δεσπότης με τη χρυσοστόλιστη μήτρα στο κεφάλι και την ασημοκέντητη ποιμαντική ράβδο στο χέρι. Οι στρατιώτες με τα όπλα τους επόμου και τα γυαλισμένα κράνη . Η φιλαρμονική με τα λαμπερά μουσικά όργανα και με τις φανταχτερές στολές. Οι επίσημοι με τα καλά τους κουστούμια και να ακολουθεί κόσμος πολύς στο δρόμο που ήταν στρωμένος με μυρτιές που μοσχομύριζαν. Και εμείς τα παιδιά εκστασιασμένοι με όλα αυτά, ψάχναμε με να δούμε το καλόγερο με την εικόνα της Παναγίας. Όταν τελείωνε η παρέλαση και η εικόνα επέστρεφε στη εκκλησία ,σκόρπιζε ο κόσμος στη πλατεία και στη πανηγυρίστρια. Πολλοί πήγαιναν να προσκυνήσουν . Εκεί μπροστά στο προαύλιο της εκκλησίας χάλαγε η γιορτινή ατμόσφαιρα. Οι επαίτες και οι ανάπηροι έδειχναν και μια άλλη πραγματικότητα. Συγκλονιστικό ήταν το θέαμα ενός ανθρώπου-ζητιάνου που ήταν μόνο το κεφάλι. Το υπόλοιπο σώμα του ήταν ατροφικό και παράλυτο. Πολλές ήταν οι προκλήσεις για τα παιδιά. Να αγοράσουν κάποιο παιχνίδι. Να φάνε ένα σουβλάκι από εκείνα που έψηναν στα καροτσάκια οι πλανόδιοι ψήστες του πανηγυριού. Να πάρουν μια σάμαλι. Να δοκιμάσουν το μαλί της γριάς. Να νοικιάσουν ένα ποδήλατο από εκείνα τα μεγάλα, τα τρίκυκλα με την αλυσίδα που έχει ο Κουμούτσος και ο Γεράσιμος στη Πλατεία. Να δουν τις αδελφές Παναγιωτοπούλου στο γύρο του θανάτου. Να κάνουν σκοποβολή και να παίξουν ένα σωρό άλλα παιχνίδια που είναι στημένα στη πλατεία. Μεγάλο το δίλλημα. Τι να πρωτοδιαλέξεις. Κάποιοι μεγαλύτεροι δοκιμάζουνε τη τύχη τους στα βελάκια και το βράδυ αν περισσεύσανε λεφτά θέλουνε να ακούσουνε και το Ζαγοραίο που τραγούδαγε στο Κέντρο του Τσέλιου. Η επίσκεψη στο πανηγύρι και οι αγορές ολοκληρωνόντουσαν με ένα ψώνιο, ψητή γουρνοπούλα με τραγανή πέτσα . Αυτά και άλλα πολλά συνέβαιναν στο Νησιώτικο Πανηγύρι. Διατηρείται πολλά χρόνια αυτό το έθιμο. Μόνο που τα δύο τελευταία χρόνια, μας τα χάλασε ο κορωνοιός. Η παράδοση όμως έχει μεγάλη δύναμη. Το πανηγύρι έχει μπει για τα καλά στο DNA μας, γι’ αυτό και θα επανέλθει στις δόξες του. Καλά να είμαστε να το απoλαυάνουμε!

Γωγώ Παράσχου

Το Νησιωτικό πανηγύρι από τις πιο όμορφες αναμνήσεις των παιδικών μου χρόνων.
Το καλοκαίρι με το τρύγο και τα σύκα όταν μας ζητούσαν να κάνουμε καμιά δουλειά και δεν θέλαμε η απάντηση της μάνας και της γιαγιάς μου» καλά δεν πειράζει αλλά δεν θα πάμε στο πανηγύρι» μας ενεργοποιούσε και τρέχαμε αμέσως να βοηθήσουμε.
Η λαχτάρα να ξημερώσει η πολυπόθητη μέρα μας άφηνε ξάγρυπνους . Πρωί -πρωι ξυπναγαμε τα εξαδέλφια μου και εγώ και περιμέναμε το ξεκίνημα.Ολο το καλοκαίρι μέναμε στο χτήμα στο Κοψια κοντά στο Σμαηλου( τώρα Δρακόνερι).Η εικόνα μας πολύ γραφική , εμείς τα παιδιά καβάλα στην ερμη γαιδουρα μας αρκετά ηλικιωμένη και η γιαγιά με τη μάνα με τα πόδια από το δρόμο της Ανάληψης.
Κάποια στιγμή φτάναμε και άνοιγε η πόρτα του Παραδείσου.Παιχνιδια , ρούχα μαλλί της Γριάς, κόσμος ένα πολύβουο μελισσι.Με το παιχνιδάκι που μας άρεσε στα χέρια ,κάποια ρουχαλακια και κάποια είδη πρώτης ανάγκης , ευτυχισμένοι παίρναμε το δρόμο της επιστροφής.
Όσοι νέοι διαβάσουν την ανάρτηση μου μπορεί να χαμογελάσουν , αλλά αυτη ήταν η ζωή μας στις αρχές της 10ετιας του 50 , και πιστέψτε με ήμαστε πιο ενεμελα και χαρούμενα παιδια.
Να είσαι καλά Στάθη που τα θυμίζεις σε εμάς τους μεγάλους και τα μαθαίνουν οι νέοι.
Προβολή Σχολίων