Το ξεκίνημα της ορυζοκαλλιέργειας, 1920

Ηλίας Μπιτσάνης

5 Ιανουαρίου 2019

Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑΣ

Για την ορυζοκαλλιέργεια στο Νησί λέγονται διάφορα αλλά η προσφυγή στις πηγές εκείνης της εποχής μας δίνει ακριβή εικόνα των όσων διαδραματίστηκαν. Ενα είδος “ημερολογίου” δημοσίευσε ο Νομογεωπόνος Γεν. Γαρδίκης το 1923, σύμφωνα με το οποίο “κατά τον Οκτώβριον του 1918 ο τέως Νομογεωπόνος Μεσσηνίας κ. Ιω. Καραμάνος εζήτει το πρώτον παρά του Υπουργείου της Γεωργίας την έγκροισην της μεταβάσεώς του εις Πρέβεζαν προκειμένου να προμηθευθή εκ της περιφερείας εκείνης τον αναγκαιούντα προς σποράν σπόρον ορύζης, ίνα διανείμει τούτον εις διαφόρους καλλιεργητάς της περιφερείας Μεσσήνης […]
Το υπουργείον λαβόν υπ’ όψει την αίτησιν του κ. Καραμάνου διατάσσει ον Νομογεωπόνον Τρικάλων τον Νοέμβριον του 1918, ίνα παραλάβη εκ των Ζωγραφείων κτημάτων 1.000 οκάδας ορυζοσπόρου και να αποστείλει τούτον παραλαβήν του Γραφείου Νομογεωπόνου Μεσσηνίας, το οποίο ελάμβανε συγχρόνως διαταγήν να διαθέση τον ορυζόσπορον εις τους κτηματίας προς δραχμάς δύο, λεπτά είκοσι κατ’ οκάν”.
Ομως κάποιοι παραγωγοί απέσυραν το αρχικό ενδιαφέρον ενώ άλλο “δια να αποφύγουν την καλλιέργειαν ταύτην ισχυρίζοντο ότι ο παραληφθείς ορυζόσπορος ήτο ακριβός”.
Εκεί που ξεκινούσε την προσπάθεια ο Καραμάνος πήρε μετάθεση αλλά πρόλαβε να παρέμβει ώστε να σταλεί ο ειδικός καλλιεργητής ρυζιού Ιωαν. Σιγάλας: Εις την ψυχολογικήν ταύτην κατάστασιν των γεωργών, δυστυχώς διετάχθη παρά του σεβαστού υπουργείου, να μεταβή εις Βόλον δια την εποικιστικήν υπηρεσίαν ο τέως Νομογεωπόνος Καραμάνος και ηναγκάσθη συνεπώς ν’ αφήση την πρωτοβουλίαν της εισαγωγής της καλλιέργειας ορύζης εν τη κολιλάδι του Παμίσου εις ημάς και μόνον. Ευτυχώς κατά την εξ Αθηνών διέλευσίν του, Απρίλιον του 1919, προκαλεί διαταγήν του σεβαστού υπουργείου δια την άφιξιν ενταύθα του μόνου ειδικού ορυζοκαλλιεργητού Ι. Σιγάλα, τοποθετημένου τότε εις το Γραφείον του Νομογεωπόνου Πρεβέζης.
Πράγματι την 24 Απριλίου αφίκετο εκ Πρεβέζης ο ειδικός ορυζοκαλλιεργητής, όστις κατόπιν συνεννοήσεως μετέβη εις την περιφέρειαν της Μεσσήνης με την εντολήν, ίνα προπαγανδίση και πείσει μερικούς καλλιεργητάς, δια να καλλιεργήσουν ολίγα στρέμματα δι’ ορύζης ιδίαις δαπάνες. Παραλλήλως εζητήσαμεν παρά του Υπουργείου μας, ίνα εγκρίνη να χορηγήσωμεν εις τους καλλιεργητάς τον σπόρον της ορύζης δωρεάν”.

ΑΠΡΟΘΥΜΙΑ ΤΩΝ ΚΑΛΛΙΕΡΓΗΤΩΝ

Στο Νησί όμως δεν ήθελαν ούτε… τσάμπα το σπόρο, οι γεωπόνοι ζήτησαν να καλλιεργηθεί πειραματικά μια μικρή έκταση μέσα από εμπόδια και δυσκολίες: “Οι πολλά λέγοντες και ολίγα πράττοντες κτηματίαι αρνούνται την παραλαβήν του δωρεάν ορυζοσπόρου. Ηναγκάσθημεν τότε ίνα μη ματαιωθή η εισαγωγή μιας τοιαύτης καλλιέργειας, να ζητήσωμεν παρά του σεβαστού υπουργείου την 29 Απριλίου 1919, την έγκρισιν ίνα προβώμεν εις την δοκιμαστικήν καλλιέργειαν της ορύζης δαπάναις του Υπουργείου. Την 5 Μαΐου εγκρίνει το υπουργείον την πειραματικήν καλλιέργειαν της ορύζης εν Μεσσήνη και χορηγεί πίστωσιν 1.000 δραχμών προς τούτο. Αμέσως μεταβαίνομεν εις Νησίον μετά του προπαγανδίζοντος ειδικού ορυζοκαλλιεργητού Σιγάλα, σπεύδομεν προς ενοικίασιν αγρού.
Τα εμπόδια της εγκαταστάσεως του υποδειγματικού τούτου αγρού ήσαν πολλά και τα κυριώτερα 1) έλλειψις καταλλήλου αγρού πλησίον της πόλεως δια την περαιτέρω επίβλεψιν και 2) έλλειψις ύδατος, καθ’ όσον το φράγμα του ποταμού προς ύδρευσιν έδει ως συνήθως να κατασκευασθή αρχάς Ιουνίου. Και τον μεν αγρόν μετά πολλάς παραπλανήσεις εύρομεν, πληρώσαντες υπερβολικόν αντίτιμον ενοικιάσεως, το δε ύδωρ ήτο αδύνατον να προμηθευθώμεν ενωρίς. Ηναγκάσθημεν τότε μη φεισθέντες εξόδων να καταβάλωμεν ιδιαιτέραν αποζημίωσιν εις τον κατασκευαστήν του φράγματος (τραβολόγον) και να πληρώσωμεν ιδιαίτερα επίσης έξοδα δια τον καθαρισμόν ενός χάνδακος προκειμένου να μεταφέρωμεν το ύδωρ εις τον υποδειγματικόν αγρόν, Κατορθώσαμεν τέλος μετά πολλών βασάνων να λάβωμεν το ύδωρ και την 13 Μαΐου να σπείρωμεν τον αγρόν […] Δια της σποράς αυτής ετίθετο ο πρώτος θεμέλιος λίθος του όλου οικοδομήματος”.
Αλλά καλλιέργησε και ο Π. Γαλανάκης: “Παραλλήλως του υποδειγματικού τούτου αγρού απεφάσισεν επίσης και εις μόνον κτηματίας της περιφερείας εκείνης, ο Π. Γαλανάκης, να καλλιεργήση όρυζαν επί 4 περίπου στρεμμάτων”.

ΑΛΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ

Ο Γεν. Γαρδίκης παρουσιάζει τα όσα συνέβησαν στη διαδικασία της καλλιέργειας και στη συνέχεια δίνει στοιχεία για την παραγωγή, τονίζοντας την έμπνευση του Σιγάλα να γίνει το αλώνισμα στην πλατεία για να το δουν οι Νησιώτες που δεν είχαν μπει στον κόπο να πάνε για να δουν από κοντά την καλλιέργεια. Η απόδοση του Γαλανάκη ήταν σημαντική υψηλότερη του πειραματικού αγρού: “Την 13 Σεπτεμβρίου περατούται ο θερισμός της ορύζης και τη εμπνεύσει του ειδικού ορυζοκαλλιεργητού Σιγάλα αποφασίζομεν ν’ αλωνίσομεν την όρυζαν εν τη πλατεία του Νησίου με τον σκοπόν να προκαλέσωμεν την περιέργεια και εκείνων πλέον των ατόμων, άτινα δεν είχον λάβει τον κόπον να μεταβώσι εις τον υποδειγματικόν αγρόν, δια να παρακολουθήσωσι την καλλιέργειαν της ορύζης. Την 16 Σεπτεμβρίου εισεκόμιζεν εις τας αποθήκας Νησίου το μεν γραφείον μας όρυζαν με απόδοσιν 320 οκάδες κατά στρέμμα, ήτοι 1.600 οκάδες, ο δε ιδιώτη κτηματίας Π. Γαλανάκης όρυζαν με 450 οκάδες κατά στρέμμα, ήτοι οκάδας 1.850”.

ΙΔΡΥΣΗ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΥ

Τη δεύτερη χρονιά, το 1920 δηλαδή, σημειώνεται έκρηξη ενδιαφέροντος καθώς “α δηλωθέντα στρέμματα ανήλθον πλέον των 1.000, ο δε απαιτούμενος δια την σποράν ορυζόσπορος των άνω στρεμμάτων ανήρχετο εις 10.000 οκάδας και καθημερινώς ηύξανον τα καλλιεργηθησόμενα στρέμματα”. Η καλλιέργεια γινόταν κυρίως από ετεροεπαγγελματίες που αντιλήφθηκαν ότι θα μπορούσαν να έχουν μια κερδοφόρα ενασχόληση με τη γη. Γιατοί, φαρμακοποιοί, έμποροι είναι κατά βάση οι 17 πρώτοι καλλιεργητές που σπεύδουν να δημιουργήσουν συνεταιρισμό. Το καταστατικό προέβλεπε “καθετοποιημένη” καλλιέργεια στο πλαίσιο του συνεταιρισμού: “Αποδίδοντες μεγάλην σπουδαιότητα εις την επέκτασιν της ορυζοκαλλιεργείας εν τω Νομώ μας κατείδομεν ότι δια την συστηματοποίησιν ταύτης ήτο αναγκαία η ίδρυσις ενός ειδικού συνεταιρισμού ορυζοκαλλιέργειας μεταξύ των ορυζοκαλλιεργητών Μεσσήνης […] Την 1 Δεκεμβρίου του έτους 1919 συνήρχοντο εν Μεσσήνη κατόπιν προσκλήσεώς μας 17 καλλιεργηταί, ίνα υπογράψουν το συνταχθέν παρ’ ημών καταστατικόν του συνεταιρισμού σκοπόν έχοντος να φροντίζη δια την επέκτασιν της ορυζοκαλλιέργειας, να ενεργή προμηθείας σπόρου ορύζης, να ενεργή δια την ανόρυξιν των αποστραγγιστικών χανδάκων, να ορίζη υδρονομείς δια την κανονικήν λήψιν του ύδατος, να προβαίνει εις την κατασκευήν τεχνητών φραγμάτων δια την λήψιν περισσότερου ύδατος εκ του ποταμού Παμίσου, να δανείζεται χρήματα, ν’ αποκτά και να συντηρή μηχανήματα (βενζινάροτρασ, αλωνιστικάς μηχανάς, αποφλοιωτικά και στιλβωτικά μηχανήματα) και να δίδη ταύτα να χρησιμοποιούν οι συνεταίροι, καταβάλλοντες διακαιώματα, να φροντίζη δια την σύστασιν συνεταιρικού εργοστασίου κατεργασίας της ορύζης, να ενεργή την από κοινού πώλησιν της ορύζης και εν γένει να προασπίζη τα συμφέροντα των ορυζοκαλλιεργητών, λύων συμβιβαστικώς τας εκάστοτε αναφαινομένας διαφοράς”

ΒΕΝΖΙΝΑΡΟΤΡΑ

Η καλλιέργεια με τα βόδια ήταν δύσκολη και για το λόγο αυτό ο συνεταιρισμός κάνει ενέργειες και προμηθεύεται από το υπουργείο Γεωργίας δύο βενζινάροτρα τα οποία προκαλούν μεγάλη εντύπωση και όλοι τα ζητούν για να καλλιεργήσουν: “Το έτος 1920 ήτο έτος επεκτάσεως της ορυζοκαλλιέργειας και εδραιώσεως αυτής. Παραλαμβάνομεν το βενζινάροτρον από το υπουργείον το οποίον εκ του σταθμού του σιδηροδρόμου διευθύνομεν εις τους αγρούς. Η δια του βενζιναρότρου καλλιέργεια των αγρών της περιφερείας Μεσσήνης ενθουσιάζει τους παρισταμένους πλείστους παραγωγούς οίτινες σπεύδουν να υποβάλλουν σχετικάς αιτήσεις δια την χρήσιν του βενζιναρότρου. Θέλουν πάντες να καλλιεργήσουν δια βενζιναρότρου διότι βλέπουν καλυτέραν εργασίαν και ευθηνοτέραν […] Ο αραβόσιτος αμέσως ελησμονήθη, όλοι άπαντες έβλεπον προς την όρυζαν […] Παραλαμβάνομεν μετ’ ολίγον και δεύτερον βενζινάροτρον. Δυστυχώς όμως αι βροχαί δεν επιτρέπουν να εργασθώσι τα βενζινάροτρα”.
Κάτι οι βροχές, κάτι η απειρία των χειριστών που ήρθαν και ένα από αυτά βγαίνει εκτός οπότε επιστρατεύεται τρίτο από Νησιώτη ιδιώτη: “Ερχεται κατά το διάστημα τούτο και τρίτον βενζινάροτρον ιδιώτου εκ Μεσσήνης, το οποίον υποβοηθεί την επέκτασιν της καλλιεργείας, ήτις πραγματικώς είχε καθυστερήσει, ένεκαν των συνεχών βριχών και της μη κανονικής εργασίας των βενζιναρότρων”.
Ετσι “καλλιεργούνται 1.400 στρέμαμτα δια την σποράν ταύτην, εξ ών 536 εκαλλιεργήθησαν δια τον βενζιναρότρων και τα υπόλοιπα δι΄αροτήρων βοών. Εάν υπήρχε αφ’ ενός μεν σπόρος ορύζης και αφ’ ετέρου χρονικόν διάστημα μεγαλύτερον δια την καλλιέργειαν περισσοτέρων στρεμμάτων, αναμφιβόλως τότε θα εσπείροντο περισσότερα των 2.000 στρεμμάτων”.

ΤΟ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟ

Το ενδιαφέρον που δείχνουν οι καλλιεργητές οδηγεί στην ιδέα προμήθειας μηχανημάτων αποφλοίωσης και στίλβωσης: “Εφ’ όσον πλέον είχε λήξει το προπαγανδιστικόν έργον της επεκτάσεως της ορυζοκαλλιέργειας, έδει να φροντίσωμεν παραλλήλως δια την προμήθειαν αποφλοιωτικών και στιλβωτικών μηχανημάτων της ορύζης”.
Δημιουργείται επιτροπή από μέλη του συνεταιρισμού η οποία “τη υποδείξει της αρμοδίας υπηρεσίας του υπουργείου μας, προέβαινεν εις την παραγγελίαν μιας αποφλοιωτικής, μιας στιλβωτικής μηχανής και ενός ορυζοδιαλογέως εις Αμερικήν δια της εταιρείας Γεωργικών Επιχειρήσεων Κυπριάδη-Ψωρούλα”.
Επειδή όμως ο συνεταιρισμός δεν μπορούσε να πάρει πάνω του την υπόθεση νομικά και οικονομικά, ζήτησε τη συνδρομή της Παμμεσσηνιακής Ενωσης: “Εδει να χρησιμοποιήσωμεν προς τούτο την ενταύθα Παμμεσσηνιακήν Προμηθευτικήν και Πωλήσεως Ενωσιν των Γεωργικών Συνεταιρισμών, ήτις περιέκλειε εις τους κόλπους της, τον παραγωγικόν τούτον συνεταιρισμόν. Δια καταλλήλων ενεργειών προς το υπουργείον μας, επιτυγχάνομεν εγγύησιν του Κράτους, παρά τη Εθνοκτραπέζη, προς την Παμμεσσηνιακήν Ενωσιν εκ δραχ. 40.000 δια την προμήθειαν των σχετικών μηχανημάτων κατεργασίας ορύζης, βενζιναρότρων και αλωνιστικών μηχανών, άτινα θα παρεδίδοντο εις τον συνεταιρισμόν ορυζοκαλλιέργειας προς χρήσιν”.

ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ

Αλλεπάλληλα προβλήματα όμως δημιουργούν απογοήτευση στους παραγωγούς: “Την 4 Σεπτεμβρίου αρχίζει ο θερισμός της ορύζης επί 1.200 στρεμμάτων, καθόσον τα 200 περίπου στρέμματα εκ των καλλιεργηθέντων απέτυχον εκ της κακής ποιότητος του σπόρου της ορύζης. Την 12 του ιδίου μηνός αρχίζει ο αλωνισμός της ορύζης υπό δύο αλωνιστικών μηχανών του συνεταιρισμού και μιάς τοιαύτης ενός ιδιώτου και περαιούται την 31 Οκτωβρίου. Λόγω όμως των συνεχών βροχών του φθινοπώρου, όχι μόνον καθυστέρησε μέχρι του Οκτωβρίου ο αλωνισμός της ορύζης, αλλά και πολύς καρπός έπαθεν από σήψιν. Εάν δε προσθέσωμεν εις την σήψιν του καρπού τας πλημμύρας , αίτινες συμπαρέσυραν αλωνισθέντα έτοιμον καρπόν ορύζης, φθάνομεν το ποσόν των 100.000 οκάδων ορύζης, ζημίαν τουτέστιν πολύ σοβαράν, δυναμένην εις το μέλλον να προληφθή δια της πρωίμου σποράς της ορύζης κατά Απρίλιον, οπότε μέχρι 20 Αυγούστου σύναται να εναποθηκευθή, οιονδήποτε παραχθησόμενον ποσόν ορύζης”. Κοντά σε αυτά ο θάνατος του Βακαλόπουλου τον Οκτώβριο του 1920 από πανώλη και η “ενοχοποίηση” της ορυζοκαλλιέργειας δημιουργούν ακόμη μεγαλύτερες δυσκολίες στο εγχείρημα.

ΑΠΟΥΛΗΤΟ ΤΟ ΡΥΖΙ

Οι μήνες περνούσαν και μηχανήματα δεν έρχονταν, ενώ ο συνεταιρισμός και η Γεωργική Υπηρεσία χτύπαγαν όλες τις πόρτες για να επεξεργαστούν το ρύζι ή να το πουλήσουν αναποφλοίωτο: “Παρέρχονται οκτώ μήνες από της εποχής της παραγγελίας των μηχανημάτων της κατεργασίας ορύζης και η αναλαβούσα την προμήθειαν αυτών Εταιρεία δεν κατόρθωσεν εις το μέγα αυτό χρονικόν διάστημα να παραδώση τα μηχανήματα, Οι παραγωγοί ήρχισαν να στεναχωρούνται διότι εξαντλήσαντες τα οικονομικά των, ήθελον να πωλήσωσι την όρυζαν προς αντιμετώπισιν των υποχρεώσεών των. Αλλά που να πωλήσωσι ακατέργαστον όρυζαν; Απετάνθημεν εις την εταιρείαν την αναλαβούσα την προμήθειαν των μηχανημάτων και ελαμβάνομεν την απάντησιν ότι δεν εφορτώθησαν εισέτι τα μηχανήματα εξ Αμερικής. Απετάνθημεν εις το εν Λαζαρίνη εργοστάσιον των Ζωγραφείων κτημάτων δια ν’ αναλάβει την αποφλοίωσιν της Μεσσηνιακής ορύζης και ελαμβάνομεν την απάντησιν ότι στερείται μηχανικού το ορυζοποιείον. Απετάνθημεν εις άπαντα τα Εμπορικά Επιμελητήρια του κράτους δια δειγμάτων ακατεργάσου ορύζης και ελαμβάνομεν την απάντησιν ότι δεν δύνανται ν’ αγοράσωσιν ακατέργαστον όρυζαν”.
Η απογοήτευση πλέον είναι έκδηλη: “Εισέρχεται το τρίτον έτος 1921 με πλήρη απογοήτευσιν των καλλιεργητών και της υπηρεσίας. Πλησιάζει η εποχή της προκαταρκτικής καλλιέργειας και ουδείς θέλει να ακούση περί ορυζοκαλλιεργείας. Ελάχιστοι παραγωγοί, μεταξύ των οποίων και ο Π. Γαλανάκης, εκράτησαν την πεποίθησιν, την διαρκώς όμως εξασθενούσαν περί του μέλλοντος της καλλιεργείας
Ο συνεταιρσμός προσπαθεί να πουλήσει στο υπουργείο Στρατιωτικών αναποφλοίωτο ρύζι αλλά συναντάει άρνηση: “Προσφέρει ο συνεταιρισμός 200.000 οκάδες ορύζης προς το υπουργείον των Στρατιωτικών και υποβοηθεί την προσφοράν ταύτην η Παμμεσσηνιακή Ενωσις δια πολλών αναφορών της, καθώς και το Γραφείον μας. Δυστυχώς το υπουργείο Στρατιωτικών απορρίπτει την προσφοράν ως ασύμφορον”.
Με μια νέα κίνηση δρομολογείται η προμήθεια μηχανημάτων για το εργοστάσιο από την Γερμανία, ενώ ο συνεταιρισμός συναντάει νέες αρνήσεις παρά το γεγονός ότι δίνει το ρύζι “κοψοχρονιά”: “Η εν Αθήναις μεταβείσα επιτροπή του συνεταιρισμού εξουσιοδοτεί την Εταιρείαν Γεωργικών Επιχειρήσεων, αφού εδήλωσεν ότι δεν δύναται να φέρει τας εις Αμερικήν παραγγελθέντα μηχανήματα κατεργασίας ορύζης, να φέρη ταύτα εκ Γερμανίας. Παράλληλα ενεργεί και εις το υπουργείον Επισιτισμού, ίνα αγοράση την όρυζαν Μεσσήνης εις μίαν τιμήν λογικήν, έστω και 90 λεπτώμν κατ’ οκάν, αφού είχε εξασφαλίσει παρά του υπουργείου μας την καταβολήν του υπολοίπου της αξίας της ορύζης εν είδει βραβείου προς τους ορυζοκαλλιεργητάς”.

ΣΥΛΛΑΛΗΤΗΡΙΟ ΣΤΟ ΝΗΣΙ

Οι παραγωγοί παίρνουν βραβείο 100.000 δραχμών, αλλά αυτό δεν λύνει το πρόβλημα και προχωρούν στη συγκρότηση συλαλλητηρίου: “Ο υπουργός Γεωργίας κ. Τερτίπης, έχων και την γνώμην της υπηρεσίας σύμφωνον, ζητεί εις το πρώτον συγκροτηθέν Υπουργικόν Συμβούλιον την παροχήν βραβείου εις τους ορυζοκαλλιεργητάς της Μεσσήνης εκ 100.000 δραχμών και επιτυγχάνει τούτο […] Η παροχή όμως του βραβείου τούτου , ούσα βεβαίως λίαν ενισχυτική προς τους ορυζοκαλλιεργητάς, δεν έλυεν ουσιαστικώς το ζήτημα διότη η εναποθηκευμένη όρυζα εξηκολούθει να μη διατίθεται και επομένως τα οικονομικά τόσων ανθρώπων, εξαντληθέντων εκ της καλλιεργείας, ήσαν όχι εν καλή καταστάσει. Επρεπε προ παντός να πωληθή η όρυζα της οποίας η περαιτέρω διατήρησις ήτο αμφίβολος. Προς τούτο συγκροτούν εν Νησίω κατά Μάιον συλλαλητήριον οι καλλιεργηταί και ζητούν παρά της κυβερνήσεως την αγοράν ορύζης παρά του υπουργείου Επισιτισμού”. Με την κινητοποίηση και τις πιέσεις πολιτικών παραγόντων το ρύζι πάει για… ζωοτροφή καθώς “πείθεται τέλος η κυβέρνησις και αγοράζει παρά του συνεταιρισμού 180.000 οκάδας ορύζης προς δρ. 1,15 κατά οκάν δια την τροφήν των ζώων”.

ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟ ΗΜΙΤΕΛΕΣ

Με τα πολλά φθάνουν τα μηχανήματαμ στήνεται από “αδαή” τεχνικό, δεν παράγεται καλό προϊόν και καλείται ο Καθηγητής Παπανδρέου να εξετάσει την κατάσταση, ο οποίος υποβάλει ενθαρρυντική έκθεση και προτάσεις βελτίωσης: “Κατά τον χρόνον τούτον, ήτοι μετά 13 μήνας παραλαμβάνει ο συνεταιρισμός τα εκ Γερμανίας αποφλοιωτικά και στιλβωτικά μηχανήματα. Αλλά τα μηχανήματα αυτά προκειμένου να εγκατασταθώσιν, είχον ανάγκην εξόδων. Παρακαλείται πάλιν η Παμμεσσηνιακή Ενωσις και προβαίνει δια λογαριασμόν του συνεταιρισμού εις την εγκατάστασιν μηχανημάτων δια μηχανικού τον οποίον έστειλε η προμηθεύσασα ταύτα Εταιρεία. Δυστυχώς όμως η Εταιρεία και εις αυτό το σημε΄κιον είχε το ατύχημα να αποστείλη τεχνίτην αδαέστατον και μετά παρέλευσιν 50 ημερών αναγκάζεται η Παμμεσσηναική Ενωσις να φέρη τροποποιήσεις εις την εγκατάστασιν. Πλην όμως τα μηχανήματα ταύτα ήσα, ελλιπή και δεν απέδιδον όρυζαν κατά το πλείστον εμπορεύσιμον. Προστρέξαμε τότε εις το υπουργείον και εζητήσαμεν την ενταύθα άφιξιν του δυναμένου να έχη γνώμην δια την περαιτέρω κατεύθυνσιν των ορυζοκαλλιεργητικών ζητημάτων, Καθηγητού της Ανωτάτης Γεωπονικής Σχολής Αθηνών κ. Παπανδρέου.
Πράγματι προ μηνός αφίκετο ο κ. Παπανδρέου, παρακολούθησε τα πάντα, έδωκε τας απαιτουμένας οδηγίας και υπέβαλε σχετικήν έκθεσιν εις το υπουργείον, εν τη οποία αναφέρει τα της ορυζοκαλλιεργείας Μεσσήνης και υποδεικνύει τα ληπτέα μέτρα προ ςτην συμπλήρωσιν τόσων των ελλειπόντων μηχανημάτων, όσον και της κατασκευής μονίμου φράγματος προς υδροληψίαν των ορυζώνων”

ΑΠΡΟΘΥΜΙΑ ΚΑΛΛΙΕΡΓΗΤΩΝ

Την τρίτη χρονιά έρχεται φυσιολογικά η απροθυμία για καλλιέργεια στην οποία προχωρούν μόνον 10 καλλιεργητές: “Τα αναφερθέντα δυσμενή δια την ορυζοκαλλιέργειαν αίτια είχον επιδράσει επί της ψυχολογικής καταστάσεως των καλλιεργητών τόσον, ώστε κε των 84 καλλιεργητών του 1920 να καλλιεργήσωσι περί τους 10 μόνον κατά το 1921. Αλλά μήπως επέδρασαν μόνον τα ψυχολογικά ταύτα αίτια επί της μη καλλιεργείας περισσοτέρων στρεμμάτων; Οχι. Συνέτεινε προς τούτο και η μη έγκαιρος κατασκευή του φράγματος προς υδροληψίαν των ορυζώνων. Την κατασεκυήν των φραγμάτων κατά το 1920 ανέλαβε ο συνεταιρισμός όστις όχι μόνον παρουσίασε πλείστα φράγματα και εξυπηρετήθησαν δια τούτων οι καλλιεργητές αρκούντως, αλλά και παρέδωκε επιπροσθέτως ταύτα εις χρήσιν πολύ ενωρίτερον από τον αναλαβόντα κατά το 1921 την κατασκευήν ενός μόνον φράγματος εργολάβου […] Η καταστροφή αύτη του φράγματος κατά διαφόρους εποχάς, συνέτεινεν, ώστε εκ των 500 περίπου στρεμμάτων που εσπάρησαν δι’ ορύζης, να επιτύχωσι μόνον τα 150, αποδόσαντα 30.000 οκάδας ορύζης. Η αποτυχία των 150 στρεμμάτων ήτο αρκετή να απογοητεύση τόσον τους αποτυχόντας ορυζοκαλλιερητάς, όσον και τους μέλλοτνας να στραφώσιν προς την καλλιέργειαν της ορύχζης καλλιεργητάς.
Κλείει ούτω το τρίτο έτος 1921 με καλλιεργητάς απογοητευμένους, θέλοντας να προχωρήσιυν προς την ορυζοκαλλιέργειαν, την οποίαν ε΄πυρισκον πολύ απλουστέραν καλλιέργειαν των υπαρχουσών και πολύ προσοδοφόρον, αλλά διστάζοντας συνάμα δια την τελειοποίησιν των μηχανημάτων της κατεργασίας ορύζης, γεύονται αυτήν και την ευρίσκουν πολύ ανωτέραν της ξενικής ορύζης. Δεν επροχώρουν όμως εμπρός, διότι θέλουν πλήρη κατεργασίαν της ορύζης και από εμπορικής απόψεως”.
Στη συνέχεια ο Γαρδίκης παρουσιάζει μια σειρά προτάσεις προκειμένου να εδραιωθεί η καλλιέργεια και έτσι κλείνει το ιστορικό μέχρι το 1921.

ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΗ ΟΡΥΖΟΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ

Τη συνέχεια στην υπόθεση δίνει ο Ιωάννης Σιγάλας στο δικό του “ημερολόγιο” που εξηγεί ότι το 1922 η καλλιέργεια επεκτάθηκε αφού πείσθηκε ο Δ. Παπαδόπουλος να καλλιεργήσει επιχειρηματικά πλέον ρύζι σε έκταση 360 στρεμμάτων, ενώ όλοι οι άλλοι μαζί καλλιέργησαν 100 στρέμματα: “Βλέποντες την απογοήτευσιν και αποθάρρυνσιν των συνεταίρων δια την εξακολούθησιν της ορυζοκαλλιέργειας, συνάμα δε και την απονέκρωσιν του συνεταιρισμού, εφροντίσαμεν και ανέλαβε δια ίδιόν της λογαριασμόν η Παμμεσσηνιακή Ενωσις όλα τα μηχανήματα ορυζοκαλλιέργειας παρά του συνεταιρισμού, ήτοι δύο βενζινάροτρα, δύο αλωνιστικάς μηχανάς ως και τα αποφλοιωτικά και στιλβωτικά μηχανήματα, παραγγείλασα συνάμα και τα υπόλοιπα μηχανήματα ίνα η κατεργασλια ορύζης γίνεται τελεία. Εκ παραλλήλου δε επείσαμεν και τον ιδιώτην κ. Δ. Παπαδόπουλον εκ Μελιγαλά και εκαλλιέργησε κατά το έτος 1922 έκτασιν εκ 360 στρεμμάτων, εκαλλιέργησαν δε και άλλοι διάφοροι 100 στρέμματα. Η επιτυχία της καλλιεργηθείσας εκτάσεως ορύζης υπήρξε αρίστη. Ο μεν κ. Δ. Παπαδόπουλος εισεκόμισε εκ 360 στρεμμάτων 130 χιλιάδας οκάδας ήτοι κατά στρέμμα 361 οκάδας οι δε άλλοι διάφοροι εισεκόμισαν εκ των 100 στρεμμάτων 35 χιλιάδας οκάδας ήτοι κατά στρέμμα 350. Τολμώμεν δε να είπωμεν ότι το έτος 1923, κατόπιν της συμπληρώσεως των αποφλοιωτικών μηχανημάτων παρά της Παμμεσσηνιακής Ενώσεως, και της επιτυχίας της ορυζοκαλλιεργείας κατά το τρέχον έτος θέλουσι καλλιεργηθή πλέον των 1.000 στρεμμάτων”.

ΔΥΟ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΑ

Οπως φαίνεται από το απόσπασμα αυτό, ο συνεταιρισμός οδηγήθηκε σε διάλυση και η περιουσία του πέρασε στη διαχείριση της Παμμεσσηνιακής που ήταν και η εγγυήτρια του δανείου. Και το 1926 ο Γ. Αθανασιάδης-Νόβας μας πληροφορεί με ρεπορτάζ στην εφημερίδα “Πολιτεία” ότι το 1923 καλλιεργήθηκαν 800 στρέμματα, το 1924 καλλιεργήθηκαν 1.200 στρέμματα, ενώ “διαρκώς επεκτείνεται η καλλιέργεια, αυξάνει η απόδοσις, συνεχώς βελτιούται η ποιότης”. Μας πληροφορεί ακόμη ότι το συνεταιριστικό εργοστάσιο πουλήθηκε τον Παν. Γαλανάκη, ενώ εργοστάσιο έκανε και ο Παπαδόπουλος σε συνεργασία με τον Καρατζά: “Λειτουργούν εν Μεσσήνη δύο ορυζοεργοστάσια, παραγωγής 20 τόννων το 24ωρον. Το εργοστάσιον της Παμμεσσηνιακής περιήλθεν εις τον κ. Γαλανάκην, το δεύτερον δε ανήκει εις τους κ. κ. Παπαδόπουλον και Καρατζάν, οι οποίοι ενεργούν και μεγάλην καλλιέργειαν ορύζης εις ενοικιαζομένους αγρούς”.
Κάπώς έτσι περιγράφουν οι πηγές το ξεκίνημα μιας καλλιέργειας η οποία μέσα από δυσκολίες και εμπόδια κυριάρχησε τα μεταπολεμικά χρόνια στο Νησί. Και έχει εγγραφεί ανεξίτηλα στη συλλογική μνήμη του τόπου…

Προβολή Σχολίων